Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

ΥΣΤΕΡΑ ΧΑΘΗΚΕ ΚΙ ΑΥΤΗ...


Με το σκελετωμένο σκυλί συναντηθήκαμε νωρίς το πρωί στον πεζόδρομο της παλιάς αγοράς.
Δεν είμαι σίγουρος αν το κάλεσα εγώ κοντά μου ή αν με έσυρε το καθαρό του βλέμμα.
Δέχθηκε τα χάδια μου με ευχαρίστηση.
Το πήγαιν’ έλα της μικροσκοπικής του ουράς, έδειχνε ασταμάτητο.
Αναρωτήθηκα, αν αυτό, ήταν μία ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης, μια ανταπόδοση στα χάδια μου, ή μήπως ήταν απλώς μια ευγενική παράκληση για φαγητό.
Τράβηξα από τη τσέπη μου το τελευταίο κομμάτι από το φρέσκο κουλούρι που είχα αγοράσει πρωτύτερα από τον φούρνο της γειτονιάς.
Το μύρισε χωρίς να το ακουμπήσει.
Δεν το δέχτηκε!
Έγειρε ωστόσο το κεφάλι του στο πλάι και έγλειψε, ως ανταπόδοση, το χέρι εκείνο που του πρόσφερε το χάδι.
Σηκώθηκα και έκανα να φύγω.
Με ακολούθησε για λίγο στο βρόμικο πλακόστρωτο.
Ύστερα, χάθηκε στη διασταύρωση… περήφανο, αδέσποτο!

..........................................



Η καλοταϊσμένη κυρία δίπλα μου, τράβηξε προς τα κάτω το ασύμμετρο πόντσο που έκρυβε τα παχάκια της και πάτησε με το νύχι του αντίχειρα, το κουμπί που καλούσε το ασανσέρ!
Δεν είμαι σίγουρος αν το αλλεργικό φτέρνισμα, μου το προκάλεσε το βαρύ άρωμα που είχε χύσει πάνω της ή το απαξιωτικό βλέμμα που καταδέχτηκε να μου ρίξει.
Εγώ, ήμουν βλέπεις ντυμένος με τα ρούχα της δουλειάς. Εκείνη, τυλιγμένη στο μετάξι.
Της άνοιξα ευγενικά την πόρτα.
Σε ποιο όροφο πηγαίνετε; τη ρώτησα. 
Δεν έκανε τον κόπο να απαντήσει.
Επέλεξα το νούμερο δύο, που ήταν ο προορισμός μου.
Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο ειρωνικό!
Λίγο πριν κλείσει η πόρτα του ασανσέρ πίσω μου, γύρισα και την κοίταξα.
Τώρα τα γαλανά της μάτια ήταν άδεια.
Μπορεί να ήταν της ψυχής της αντανάκλαση, σκέφτηκα. Μπορεί και όχι!
Ύστερα, χάθηκε στο δρόμο για το ρετιρέ… ανέκφραστη, απελπισμένη!

..................................