Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η Κυρία Φο Μπιζού!

           Ο Δημήτρης άναψε τον εορτασικό φωτισμό, πρόβαρε το χαμόγελό του στον τεράστιο καθρέφτη που κρεμόταν από την οροφή του μπαρ, και πήρε θέση πίσω από τον πάγκο σερβιρίσματος για να υποδεχθεί τους πρώτους πελάτες για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. 
           Ευτυχώς το μπαράκι της πλατείας Ηρώων όπου δούλευε, δεν το είχε ακουμπήσει καθόλου η οικονομική κρίση. Είχε καλή θέση στο κέντρο, με ιδιόκτητο παρκινγκ, και περιστοιχιζόταν από μεγάλες γυάλινες επιφάνειες που παρείχαν στους πελάτες καλή «οπτική», από και προς τον πολυσύχναστο δρόμο. Με λίγα λόγια, ήταν ακριβώς αυτό που επιζητούσαν οι «δήθεν» της μικρής επαρχιακής πόλης, που έσπευδαν εκεί για να ξοδέψουν την ύπαρξη και τα λεφτά τους, ακόμα κι όταν στο σπίτι, τους έκοβε λόρδα! 
           Ανάμεσα στους πρώτους πελάτες, όπως πάντα, εμφανίστηκε και η φανταχτερή κυρία Φο Μπιζού. Παρέδωσε το πανωφόρι της στην γκαρνταρόμπα και κατευθύνθηκε επιδεικτικά προς τον πάγκο. Φθάνοντας, άφησε το κατάλευκο γούνινο ετόλ  να γλιστρήσει στους ώμους της για να αποκαλυφθούν, όσο θα έπρεπε, η πληθωρική της θηλυκότητα και το απαστράπτον κολιέ που στόλιζε τον ψηλόλιγνο λαιμό της.
-                     Ένα διπλό Ντράι Μαρτίνι Δημητράκη, παρήγγειλε καθώς ακουμπούσε στον πάγκο το τσαντάκι της με τα κατάμαυρα στρασάκια.     
           Η νύχτα περνούσε γρήγορα για τους θαμώνες, καθώς μετά το δεύτερο και το τρίτο ποτό, έδειχναν όλοι χαλαροί κι ευτυχισμένοι. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένας θηριώδης ηλικιωμένος άνδρας με απεριποίητη γενειάδα, εμφανίστηκε στην είσοδο. Εκτός από την κυρία Φο Μπιζού, κανείς άλλος δεν φάνηκε να ασχολείται με την παρουσία του. Αυτή ταράχτηκε σαν τον αντίκρισε κι ευθύς του γύρισε την πλάτη. Ο άντρας όμως, κινήθηκε αμέσως προς το μέρος της και έπιασε το διπλανό σκαμπό. 
           -            Άδικος κόπος, της είπε αυστηρά. Ξέρεις πως δεν μπορείς να απαλλαγείς από την παρουσία μου. Ξέρεις ακόμα πως κουβαλάω μαζί μου την σοφία και την πείρα των ανθρώπων. Αργά ή γρήγορα όλοι εκείνοι που σε πιστεύουν και σε υπηρετούν, αντιλαμβάνονται πόσο επικίνδυνη παρέα είσαι!    
           -            Τα έφαγες τα ψωμιά σου γέρο Χρόνε, του αντιγύρισε αυτή χαιρέκακα και χάιδεψε τα χρυσαφιά βραχιόλια των χεριών της. Σε λίγη ώρα θα σε έχουνε ξεχάσει όλοι, θα είσαι παρελθόν, μόνο ένας αριθμός θα μείνει από σένα και λίγες στείρες αναμνήσεις.    
           Δεν πρόλαβε να σώσει τα λόγια της και το ρολόι του καταστήματος έδειξε δώδεκα. Ο Δημήτρης, χτύπησε ρυθμικά το μπρούτζινο αναδευτήρι του κοκτέιλ πάνω σε ένα ανοξείδωτο σέικερ και αναβόσβησε τα φώτα.          
           -            Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά! Φώναξε με όση δύναμη διέθετε. 
           Αυθόρμητα η αίθουσα γέμισε αγκαλιές, φιλιά και άπειρες ευχές για τον καινούριο χρόνο που μόλις είχε καταφτάσει.          
           -            Που πήγε ο κύριος που μιλούσατε πριν λίγο; Ρώτησε ο Δημήτρης την κυρία Φο Μπιζού.          
           -            Αυτός Δημήτρη ήταν ο παλιός ο Χρόνος, του απάντησε εκείνη. Μας απάλλαξε επιτέλους από την παρουσία του. Μην δίνεις σημασία όμως. Δεν βλέπεις γύρω μας που άναψε το γλέντι; Να ο Καινούριος Χρόνος , δες τον στην πίστα που χορεύει μ΄ εκείνη την πανέμορφη γυναίκα, την Ελπίδα! Τώρα εδώ μέσα όλοι ζούμε σε ένα όνειρο! Είμαστε οι κυρίαρχοι του κόσμου! 
           Το γλέντι κράτησε μέχρι πρωίας όταν ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να φεύγει. Τον τελευταίο πελάτη, τον ακολούθησε στην έξοδο και η κυρία Φο Μπιζού. Ο Δημήτρης αν και αποκαμωμένος από την κούραση, έτρεξε, της άνοιξε με ευγένεια την πόρτα και τη ρώτησε:  
           -            Ποιο είναι αλήθεια το όνομά σου; Το πραγματικό; 
           -            Με λένε Ματαιοδοξία νεαρέ μου, του αποκρίθηκε εκείνη. Μπορεί να μη με αναγνώρισες αμέσως, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που με έχεις συναντήσει στην ζωή σου. Ίσως με άλλο όνομα, με κάποιο παρατσούκλι. Με έχεις δει στον χώρο της δουλειάς, στο πανεπιστήμιο, στην αγορά, στους φίλους σου και στις παρέες, και βέβαια σ εκείνους που ασκούν την εξουσία. Μα και στον εαυτό σου μέσα όταν κοιτάξεις θα με βρεις την ώρα που φουντώνει ο εγωισμός σου. Κάθε φορά που θα επιδιώκεις αναγνώριση και θα είσαι στην αναμονή ενός μεγάλου σου θριάμβου, εγώ θα είμαι εκεί. Κι αν κάποτε θεριέψω και σου γίνω απαραίτητη, τότε θα παίρνεις σοβαρά υπόψιν, όχι την κρίση τη δική σου, μα των άλλων, και θα προβαίνεις σε ανώφελες δαπάνες που θα αφορούνε περισσότερο το φαίνεσθε παρά στην ύπαρξή σου. Και να έχεις πάντα κατά νου νεαρέ μου, πως άνθρωπος ποτέ κανένας δεν κατάφερε να με δαμάσει!
       -    Κι αυτά που έλεγε ο γέρο Χρόνος για τη πείρα και τη γνώση;
-         Ο Χρόνος; Ποτέ δεν θα σου φτάνει ο χρόνος Δημητράκη μου...ποτέ!   

 Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΟΝΟΣ ΤΕΤΟΙΑ ΜΕΡΑ

            Δυο τρία οχήματα ήταν όλα κι όλα σταθμευμένα στο υπαίθριο παρκινγκ του σταθμού εξυπηρέτησης αυτοκινήτων. Ξημέρωνε σε λίγο η παραμονή των Χριστουγέννων και η κίνηση στους δρόμους είχε κόψει για τα καλά. Ο Τέλης, που είχε ξεμείνει ως αργά στο γραφείο του για να διεκπεραιώσει μια επείγουσα υπόθεση, έδεσε το χειρόφρενο, ανασήκωσε τον γιακά της καπαρντίνας του για να προστατευτεί από τον παγωμένο αέρα και κατευθύνθηκε μέσα στο μισοσκόταδο προς τη μεριά του πολυκαταστήματος.
          Πίσω από την τεράστια περιστρεφόμενη πόρτα, τον υποδέχθηκαν ο ζεστός αέρας του κλιματισμού, οι φωνές του Ντιν Μάρτιν και της Σκάρλετ Γιόχανσον στο «Ill be Home for Christmas» και το μυστηριώδες χαμόγελο του Αι Βασίλη που έστεκε μέσα στο χρυσοκόκκινο έλκηθρό του, έτοιμος για μια αναμνηστική φωτογραφία.
          Πριν δώσει την παραγγελία για ζεστό καφέ και κρουασάν, περιπλανήθηκε για λίγο ανάμεσα από τις γιορτινές βιτρίνες και τα ράφια με τα χριστουγεννιάτικα τα δώρα και τις λιχουδιές: «Τι όμορφα δώρα;» σκέφτηκε, «Δεν έχω όμως φίλους να τους πάρω».    
           Ο Τέλης, είχε ένα πολύ καλό συμβόλαιο συνεργασίας με μια μεγάλη εταιρεία επενδύσεων. Η πρόταση που του έκανε η εταιρεία όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ήταν πολύ δελεαστική και σαγηνεύτηκε από τη δόξα και το χρήμα. Αυτή ήτανε και η αιτία που άφησε πίσω τους γονείς του και φέρθηκε σκληρά και άδικα στους ανθρώπους που αγαπούσε και που τον αγαπούσαν.
          Τώρα πλησίαζε τα σαράντα και ζούσε ακόμα εργένης σε μια πολυτελέστατη μονοκατοικία στα προάστια της πρωτεύουσας. Οδηγούσε ένα πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο που του το είχε παραχωρήσει η εταιρεία. Το τίμημα της επιτυχίας του όμως, ήταν βαρύ. Μπορεί να καμάρωνε για την πλούσια και άνετη ζωή που του εξασφάλιζαν τα αφεντικά του και οι ζάμπλουτοι πελάτες του, μα κατά βάθος δεν αισθανότανε καθόλου ευτυχισμένος. Ένοιωθε πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του, ήταν απρόθυμοι ν΄ αφουγκρασθούν τις δυσκολίες και τις έγνοιες του. Ήξερε ακόμα, πως όλα τα μπράβο και τα μπόνους που του έδιναν, τα έθρεφε η σκοπιμότητα και η υποκρισία. Ωστόσο είχε εδώ και καιρό αποδεχθεί, πως στην άδεια συναισθηματικά ζωή του θα πορευόταν μόνος, χωρίς να εμπιστεύεται κανέναν!
·         «Αυτό το δώρο είναι για σένα, κύριε Τέλη», άκουσε μια φωνή πίσω του. Ήταν ο Αι Βασίλης μ΄ εκείνο το παράξενο χαμόγελο, που κράταγε στο χέρι του ένα βιβλίο, χωρίς τίτλο!  
          Ο Τέλης, παραξενεύτηκε αλλά δεν μίλησε. Άνοιξε όλος περιέργεια τις πρώτες του σελίδες! Και τότε είναι που συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Όλα με μιας γύρω του αλλάξανε. Βρέθηκε ξαφνικά, μικρό παιδί, να κάθεται με τους γονείς του, μέσα στο σπίτι του το πατρικό στην επαρχία, κι άκουσε τον πατέρα του -  όπως παλιά δίπλα στο τζάκι -  να του λέει εκείνες τις παράξενες τις ιστορίες με τους παραωρίτες και τους καλικάντζαρους. 
          Σάστισε προς στιγμήν, μα η περιέργεια δυνάμωνε, και έτσι όπως γύρισε ακόμα μερικές σελίδες του βιβλίου, έφτασαν ήχοι ως τ΄ αυτιά του! Μια γνώριμη μελωδική ανάμνηση ακούμπησε πάνω στο στήθος του κι ύστερα εμφανίστηκαν μπροστά στα μάτια του ολοζώντανοι οι παιδικοί του φίλοι και είπανε όλοι μαζί ξανά τα κάλαντα. Και γύρω, λέει, ήτανε μαζεμένοι οι γειτόνοι οι παλιοί, κυράδες και νοικοκυραίοι, πρόσωπα αγαπημένα που παράπεσαν μέσα στο χρόνο. Και οι κυράδες, τους μοιράζανε γλυκά και φιλοδωρήματα, από εκείνα που είχαν κρατημένα γι αυτό το σκοπό.     
          Κι άλλη σελίδα γύρισε ο Τέλης, κι άλλη μια. Κι είδε την πρώτη του αγάπη, την Αννούλα, να τον περιμένει υπομονετικά για να φανεί απ τη γωνιά του δρόμου. Του δρόμου που τον έφερνε για τις γιορτές, απ΄ το πανεπιστήμιο. Έστεκε όμορφη η Αννούλα και λατρεμένη, και είχε την λαχτάρα φυλαγμένη μεσ΄ στο βλέμμα της και ανθισμένη τη χαρά πάνω στα χείλη.  
          Τώρα, τον Τέλη πια τον ζώνανε τα φίδια. Άνοιξε γρήγορα πέρα απ΄ τη μέση το βιβλίο και είδε στρωμένο το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Και είδε και τους γονείς του, γερασμένους και θλιμμένους, την πόρτα να κοιτούν με προσμονή μήπως και τύχει να χτυπήσει, μήπως και τύχει να ακούσουν τη φωνή του στο κατώφλι.
          Με χέρι που έτρεμε από την αγωνία, γύρισε ο Τέλης ως την τελευταία σελίδα. Και είδε μια αίθουσα πολυτελή σαν σε παλάτι. Ένα σαλόνι δίπλα κι ένα γραφείο ξύλινο πιο πέρα, βαριές κουρτίνες και κορνίζες. Και μια μεγάλη τηλεόραση αντίκρυ απ το κρεβάτι του είδε. Ένα κρεβάτι όμοιο με κείνα που τα βάζουνε στους οίκους ευγηρίας. Κι αυτός, να είναι ξαπλωμένος!
  • Τι είναι εδώ; Που βρίσκομαι; Ρώτησε ο Τέλης.
·         Δεν κάνει να ταράζεστε, ησυχάστε! Είσαστε μόνος τώρα εδώ και δεν σας ενοχλεί κανένας. Στον δίπλα θάλαμο γινόταν φασαρία απ τα παιδιά, τα εγγόνια και τους επισκέπτες, που ήρθανε να πουν χρόνια πολλά και κάλαντα, σε δυο παππούδες.
·         Δεν ήθελα να είμαι μόνος τέτοια μέρα! Μα, εσύ ποια είσαι κοπέλα μου; Γιατί να με φροντίζεις; Δε σε ξέρω!
·         Η ασφάλειά σας τα καλύπτει όλα τα έξοδά κύριε κι εγώ είμαι εδώ για συντροφιά και για να σας περιποιούμαι...

          «Παρακαλώ αν θέλετε να φωτογραφηθείτε, θα πρέπει να έρθετε μετά τις δέκα το πρωί. Αυτή την ώρα ο Αγιοβασίλης μας απουσιάζει», τον επανέφερε στην πραγματικότητα η ευγενική φωνή μιας υπαλλήλου.
          Πίσω από την τεράστια περιστρεφόμενη πόρτα του καταστήματος, στη θέση φωτογράφισης δίπλα στο έλκηθρο βρέθηκε ο Τέλης. Έστεκε εκεί αποσβολωμένος, μ΄ ένα ταξιδιωτικό φυλλάδιο στο χέρι. Ο αέρας του κλιματισμού τον χτύπαγε στο πρόσωπο ζεστός και οι φωνές του Ντιν Μάρτιν και της Σκάρλετ Γιόχανσον τραγουδούσαν ακόμα το «Ill be Home for Christmas»!  
          Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο ο Τέλης, χώρεσε όσες λιχουδιές και δώρα άντεχε η αγκαλιά του και πήγε στο ταμείο να πληρώσει.
          «Πάω στην μάνα μου και στον πατέρα, και στους ανθρώπους τους δικούς μου», «Είναι Χριστούγεννα και ξέρω πως με περιμένουν», είπε στην υπάλληλο που τον κοιτούσε απορημένη. «Και που ξέρεις; Ίσως να βρω και μια κοπέλα λατρεμένη, με την λαχτάρα φυλαγμένη μεσ΄ στο βλέμμα της…να καρτερεί»! 

Γιάννης Β. Δεβελέγκας  

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«Δόξα Θεώ! Δόξα Θεώ!
Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη…»

        Η μελωδία, έρχονταν από τη μεριά της ιχθυόσκαλας, σκαρφάλωνε στο παράθυρο που έβλεπε στο υπνοδωμάτιο του κυρ Θωμά, χάιδευε ανεπαίσθητα τα αυτιά του κι έπειτα τραβιόταν πάλι πίσω, σαν το αβέβαιο κυματάκι της Παμβώτιδας. 
        Ο κυρ Θωμάς, ξύπνησε απορημένος και ανακάθισε στην κόχη του κρεβατιού του για να αφουγκραστεί καλύτερα.  «Μπα! Θα ήταν στον ύπνο μου» σκέφτηκε. «Τα κάλαντα αυτά, έχω να τα ακούσω εδώ και πενήντα χρόνια».
        Τέντωσε με δυσκολία το χέρι του, έπιασε το ξυπνητήρι απ το κομοδίνο και το γύρισε προς τη μεριά που έφεγγε η λάμπα της κολώνας της ΔΕΗ. Πέντε και τριάντα πέντε ξημερώματα. Σηκώθηκε, έριξε μια ματιά στο διπλανό δωμάτιο που φιλοξενούσε τα δυο εγγονάκια του που είχαν έρθει για τις γιορτές των Χριστουγέννων, τα σκέπασε με προσοχή για να μη ξυπνήσουν και γύρισε πίσω στο κρεβάτι του. Έκανε ψύχρα κι έτσι, τρύπωσε γρήγορα κάτω από το βαρύ πάπλωμα και το τράβηξε όσο γινόταν πιο ψηλά, ως το λαιμό. 
        Το τελευταίο διάστημα αυτός και η γυναίκα του, η κυρά Χριστίνα, τα βγάζανε πέρα με δυσκολία, μια και στα ογδόντα του τώρα πια, έπαιρνε μειωμένη σύνταξη και επιπλέον, έστελνε όσα χρήματα μπορούσε στο γαμπρό του και την κόρη του στην Αθήνα, που δούλευαν σαν υπάλληλοι σε μια βιοτεχνία. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που γύριζε με τη σκέψη του πίσω στο χρόνο, για να αντλήσει κουράγιο και παρηγοριά, αναπολώντας τα  περασμένα. Τότε που τα πράγματα ήταν αλλιώς. Μπορεί η ζωή τα χρόνια εκείνα να ήταν σκληρή, αλλά οι μέρες κυλούσαν χαρούμενες κι ευτυχισμένες και τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, δεν είχαν τελειωμό. 
        Έκλεισε τα μάτια του και σύρθηκε σιγά - σιγά μέσα στις σκέψεις του. Όταν!

 «αγάπης αντηχεί φωνή
Σωτήρ του κόσμου εγεννήθη
Αγάλλονται οι ουρανοί! Οι ουρανοί»!

        Η ίδια μελωδία πάλι. Αυτή τη φορά έφτανε στ αυτιά του πεντακάθαρα. Ξεχώρισε τις φωνές των συμμαθητών του, του Σταύρου, του Φωκά και του Γεράσιμου, που ήρθαν από κάτω να τον πάρουν για τα κάλαντα. Να μαζέψουνε και κάνα φράγκο.

«Δόξα Θεώ! Δόξα Θεώ!
Των μάγων τα δώρα, χρυσός και κασσία
Ξενίζει φάτνην τον Θεόν.
Αγάλλου άχραντε Μαρία…»

        Περπάτησαν μαζί τη γειτονιά και το Κάστρο και το Κουρμανιό και την Καλούτσα. Πέρασαν απ όλα τα φτωχόσπιτα και τις μονοκατοικίες των πλουσίων κι απ όλα τα εμπορικά της Ανεξαρτησίας και της Αβέρωφ. Και βρήκαν όλες τις πόρτες ανοιχτές και τις καρδιές των νοικοκυραίων ζεστές και γενναιόδωρες. Μάζεψαν ένα σωρό δεκάρες και φραγκοδίφραγκα και δυο ασημένια εικοσάρικα. Και τα μοιράσανε στα τέσσερα και κάνανε μετά τα σχέδιά τους, πως θα τα ξοδέψουν. 
        Και τότε, ξαφνικά! Ένας εκκωφαντικός θόρυβος τάραξε τον ύπνο του. 
        -       Παππού να τα πούμε; Να τα πούμε;
        Άνοιξε ανήσυχος τα μάτια του κι αντίκρισε τις γελαστές φατσούλες των εγγονών του. Κράταγαν στα χέρια τους έναν δαίμονα που φέρανε μαζί τους από την πρωτεύουσα και που τον λέγαν τάμπλετ ή …κάπως έτσι. Στρίγγλιζε ο ¨δαίμονας¨ με έξτρα διάτονο και ξέφρενο ρυθμό  το ¨Καλήν ημέραν άρχοντες….¨ και οι πιτσιρικάδες συμπλήρωναν την παραφωνία σε πρίμο σεκόντο.
        -       Βρε ζαγάρια με τρομάξατε! Τους μάλωσε καλόκαρδα. Και μετά τα αγκάλιασε τα φίλησε, τους ευχήθηκε χρόνια πολλά και τους έδωσε κι από ένα δεκάευρω που τα φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι του γι αυτό το σκοπό.
        Μερίμνησε η κυρά Χριστίνα να φάνε γρήγορα οι μπόμπιρες το πρωινό τους και να ντυθούν καλά, πριν βγουν για τα κάλαντα στα γύρω σπίτια και τις πολυκατοικίες.
        Ο κυρ Θωμάς δεν είχε καμιά ιδιαίτερη μόρφωση από σχολαρχεία και πανεπιστήμια, αλλά είχε ακούσει πολλές φορές απ τον πατέρα του και τους παλιούς, για το πνευματικό και το κοσμικό νόημα των Χριστουγέννων. Έτσι, είχε φροντίσει όλες τις προηγούμενες μέρες να εκμεταλλευτεί τη λαχτάρα των παιδιών για τις γιορτές, και να τους εξηγήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, πως η γέννηση του Χριστού, δεν είναι ένα οποιοδήποτε γεγονός, αλλά η ίδια η εμφάνιση, με σάρκα και οστά, του Θεού πάνω στη γη κι ανάμεσά μας. Είναι η ελπίδα που μας κρατάει δυνατούς απέναντι στους πειρασμούς και στις δυσκολίες. Ωστόσο, ήξερε τώρα καλά, πως ήταν σημαντικό  πέρα απ το πνευματικό νόημα των Χριστουγέννων να έχουν τα παιδιά ευτυχισμένες γιορτινές εικόνες και μνήμες, από τη λειτουργία στην εκκλησία, το σπιτικό τραπέζι, το στόλισμα του δένδρου, τα δώρα και τα κάλαντα. Έστω κι αν τα τελευταία - τα κάλαντα - λέγονται σήμερα από τα παιδιά με τον δικό τους  επαναστατικό τρόπο. 
        Το μεσημέρι, κάθισαν όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι. Τα παιδιά συζητούσαν για τα χρήματα που μάζεψαν και για τα δώρα που πήραν . Η κυρά Χριστίνα πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα και ο κυρ Θωμάς αντλώντας μερίδιο απ τη χαρά των παιδιών, σιγομουρμούριζε ασυναίσθητα κάτω απ τα μουστάκια του τα κάλαντα. «Καλην ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας… σ΄ αυτό το σπίτι πού ΄ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει».
        «Κι τ΄ χρόν κυρά!!!». Φώναξε, άθελά του, μ όλη του τη δύναμη ο κυρ Θωμάς και γέλασαν όλοι μαζί με την ψυχή τους…!


Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

          -        Γιατί κλαις μάνα;
          -        Από χαρά είναι κόρη μου!
          -        Θα έρθω πάλι μάνα να σε δω σε λίγες μέρες, παραμονή των Χριστουγέννων. 
           Κάθε φορά που η Άντζυ επισκέπτονταν τον οίκο ευγηρίας, ένοιωθε πως το τελευταίο δάκρυ της πεθεράς της, το δάκρυ του αποχαιρετισμού, κύλαγε πάνω σ ένα κρυφό παράπονο. Ένα παράπονο που κόμπιαζε όταν ανέβαινε ως τα τρεμάμενα τα χείλη της και που η Άντζυ, δεν τόλμησε ποτέ της να ρωτήσει!  
           Πάνε μερικά χρόνια τώρα που «αναγκάστηκαν» να φέρουν την ηλικιωμένη μητέρα σ΄ αυτό το ίδρυμα. Οι κοινωνικές συνθήκες βλέπεις! Οι περιστάσεις! Οι απαιτήσεις των παιδιών που μεγάλωναν, η προαγωγή του συζύγου στην εταιρεία, οι ανάγκες του σπιτιού και βέβαια η σύγχρονη ζωή, που τους φόρτωσε μ΄ ένα σωρό ...υποχρεώσεις.  
           -          Εκεί θα είναι καλύτερα και για την ίδια.
           -          Θα κάνει και παρέα με ανθρώπους της ηλικίας της η καημένη.
           -          Θα έχει ιατρική φροντίδα όλο το εικοσιτετράωρο. 
           -      Τηλεόραση στο δωμάτιό της και όλα τα κομφόρ. Και από καθαριότητα κι από φαγητό; Καλύτερα κι από το σπίτι! Χωρίς αμφιβολία!
           -          Μήπως δεν έχει το κουμάντο της; Τη σύνταξή της; Αρχόντισσα γυναίκα είναι και περήφανη. Δεν θέλει να γίνεται βάρος σε κανέναν!
           Αυτά κι άλλα τόσα ήταν τα «ακλόνητα» επιχειρήματα που οδήγησαν τη δόλια τη μάνα στο γηροκομείο, μακριά από το σπίτι που μεγάλωσε και που η ίδια με χαρά το έγραψε στο γιο της τον Χαρίδημο όταν παντρεύτηκαν με την Άντζυ. Ωστόσο, όλοι τη θυμόντουσαν στο σπίτι και πιότερα απ όλους, η Άντζυ. Πάντα τυπική, κάθε Σάββατο πρωί την επισκεπτόταν στην αίθουσα υποδοχής για να τα πούνε σαν τη μάνα με την κόρη. Μια στις τόσες μάλιστα, όταν ο Χαρίδημος είχε ρεπό απ΄ τη δουλειά του, τον έπαιρνε κι αυτόν μαζί της. 
           Αυτό το Σάββατο, το επισκεπτήριο δεν κράτησε και πολύ ώρα. Θες η λίστα των καλεσμένων στη Χριστουγεννιάτικη ρεβεγιόν που δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί, θες το στόλισμα του δένδρου και του σπιτιού, βάλε λίγο και την οργάνωση του πρωτοχρονιάτικου ταξιδιού στο Βερολίνο που της έταξε ο Χαρίδημος από τα πέρυσι, όλα μαζεμένα, την άγχωσαν την Άντζυ και την φόρτωσαν ευθύνες. Ήταν και τα δώρα, ήταν και τα ψώνια, ήταν και το γυμναστήριο, ήταν και τα κομμωτήρια… σκέτη απελπισία! 
           Έτσι, αργά το μεσημέρι γύρισε κατάκοπη στο σπίτι της, αφού πρώτα πέρασε από το σούπερ μάρκετ και αγόρασε μερικές μερίδες έτοιμο φαγητό για να μη χαλάσει στο μαγείρεμα το μανικιούρ που μόλις είχε κάνει στου «Άραμις», στη μικρή πλατεία. Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να βγάλει το κλειδί από την πόρτα, όταν:  
           -          Τι έγινε Χαρίδημε; Πως και γύρισες νωρίς στο σπίτι σήμερα; Τι μούτρα είναι αυτά;
           -          Γυναίκα, όπως είσαι πάρε τα ψώνια και γύρισέ τα πίσω, ξέσπασε ο Χαρίδημος. Η εταιρεία φαλίρισε κι εμείς βρεθήκαμε στο δρόμο. Άντε τώρα μέσα σ αυτήν την κρίση να βρω καινούρια δουλειά. Έχουμε κι όλες τις πιστωτικές μας κάρτες φορτωμένες. Χαθήκαμε! 
           Ο αιθέρας, το ξύδι και το οινόπνευμα, δεν στάθηκαν ικανά να συνεφέρουν την Άντζυ, που μπαΐλντισε και ξάπλωσε φαρδιά πλατιά πάνω στη μπορντώ δερματίνη του καναπέ του σαλονιού τους με ταχυπαλμία. Χρειάστηκε να επιστρατευτούν δυο τρία δυνατά χαστούκια του Χαρίδημου για να την επαναφέρουν και δυο τρεις ώρες για να την πιάσουν τα ηρεμιστικά που κατάπιε χωρίς να πιει νερό. 
           -          Να πας να φέρεις τη μάνα σου αμέσως, άρθρωσε με κόπο η Άντζυ τελικά. Δεν είμαστε τώρα για περιττά έξοδα, θα χρειαστούμε και τη σύνταξή της. Και τη Δευτέρα το πρωί, εγώ θα πάω στις τράπεζες κι εσύ στην εφορία και στη ΔΕΗ, για διακανονισμό. Μην πεις τίποτε στα παιδιά γιατί θα τρελαθούνε! 
           Ποιος θα το φανταζόταν λίγες μέρες πριν, πως η κρίση θα έμπαινε και στο σπίτι του Χαρίδημου. Ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί πως η χρεοκοπία θα χτύπαγε και τη δική του πόρτα. Αυτός ήταν και ο λόγος που βρήκε την οικογένεια απροετοίμαστη χρονιάρες μέρες. Τέρμα τα ψώνια, τέλος στα δωράκια για τους γνωστούς και τους φίλους, πάει και το ταξίδι στο Βερολίνο, κόπηκε απότομα και το γυμναστήριο της Άντζυ, ακυρώθηκε και το ραντεβού στο κομμωτήριο, χάλασε και το μανικιούρ που με τόση επιμέλεια περιποιήθηκε ο «Άραμις» αυτοπροσώπως. 
           Έτσι, το μεσημέρι ανήμερα των Χριστουγέννων, βρήκε μετά από πολύ καιρό, όλη την οικογένεια μαζεμένη γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Και όλως περιέργως, ήταν όλοι τους απροσποίητα χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Έφτασε και η ώρα να ανταλλάξουν τις ευχές και τα προσωπικά τους τα δωράκια. 
           Όταν ήρθε η σειρά της γιαγιάς, αντί για δώρα, τους διηγήθηκε μια τρυφερή χριστουγεννιάτικη ιστορία. Την ιστορία της γεννήσεως του Θεανθρώπου. Μια ιστορία που την είχαν ξανακούσει από τα χείλη της πολλές φορές, αλλά συνεπαρμένοι από τα λαμπερά και πανάκριβα δώρα που τους περίμεναν κάτω από το στολισμένο δένδρο, ποτέ τους δεν της είχαν δώσει την πρέπουσα σημασία. Τούτη όμως τη φορά την άκουσαν με προσοχή και φάνηκε πως νοιώσανε το μήνυμά της. Πως δηλαδή, η γέννηση του μικρού Χριστού έφερε στον κόσμο την ελπίδα που μας κρατάει όλους δυνατούς απέναντι στους πειρασμούς και στις δυσκολίες της ζωής.  Ύστερα, σηκώθηκε από τη θέση της με δυσκολία κι έφερε από το δωμάτιό της το ξύλινο το σκαλιστό κουτί που φύλαγε τις αναμνήσεις της. Το άνοιξε με προσοχή και κράτησε μέσα στα ρυτιδιασμένα της τα δάχτυλα, σαν να ήταν τα πολυτιμότερα πράγματα του κόσμου, δυο μικρές χριστουγεννιάτικες μπαλίτσες τυλιγμένες σε κατακόκκινο γυαλιστερό χαρτί που έγραφαν με … ορνιθοσκαλίσματα: «Καλά Χριστούγεννα» . 
           -          Εμείς τις φτιάξαμε γιαγιούλα τις μπαλίτσες όταν είμασταν πολύ μικρά. Το θυμάσαι; Για να στολίσουμε το δένδρο. Φώναξαν χαρούμενα τα εγγονάκια της και τις αρπάξαν με χαρά, για να τις κρεμάσουνε μαζί με τ΄ άλλα τα στολίδια.   
           -          Γιατί κλαις μάνα; 
           -          Από χαρά είναι γιε μου που …βρήκα πάλι τα παιδιά μου που τα είχα χάσει! Είπε η μάνα και σήκωσε το βλέμμα της στις χάρτινες μπαλίτσες που είχαν εν τω μεταξύ κρεμάσει τα εγγονάκια της στο πιο ψηλό κλαδί του δένδρου, δίπλα στ΄ αστέρι. 

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ

Πολύ κουβέντα γίνεται τα δύο τελευταία χρόνια, γύρω από τη μορφή του Χριστουγεννιάτικου δένδρου της κεντρικής πλατείας της πόλης μας. Νέες εναλλακτικές προτάσεις έχουν αντικαταστήσει το παραδοσιακά στολισμένο έλατο και τη φάτνη. Ιδιαίτερες επιλογές, που βάζουν σε δοκιμασία την καλαισθησία των πολιτών.
Είναι προφανές, πως έχει επικρατήσει στους αρμόδιους η αντίληψη ότι ο μέσος Γιαννιώτης, ξάφνου ανέπτυξε εξελιγμένο καλλιτεχνικό αισθητήριο, απέκτησε ξεχωριστή φινέτσα και έγινε λάτρης της μοντέρνας τέχνης. Πως είναι σε θέση πλέον, αν και Βαλκάνιος, να εκτιμήσει τα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα που καταφθάνουν διαρκώς, από ορισμένες (ευτυχώς όχι πολλές) ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Πως έχει κατά κάποιον τρόπο υποχρέωση, μέσα στα πλαίσια μιας προοδευτικής προσέγγισης της έμπνευσης, να υποδεχθεί με κατανόηση και θαυμασμό την εικόνα ενός κρεμασμένου ανάποδα δένδρου, απαλλαγμένου από τα βαρίδια της φάτνης, που στο κάτω κάτω της γραφής, έτσι όπως είναι γυρισμένο ανάποδα, πιάνει λιγότερο χώρο και αναδεικνύει με απαράμιλλο γούστο τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια!     
Ως έθιμο, το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δένδρου, καθιερώθηκε στην Ευρώπη από τον όγδοο αιώνα για να αντικαταστήσει άλλα, μη χριστιανικά παρόμοια έθιμα της αρχαιότητας. Στην Ελλάδα το έφεραν οι Βαυαροί επί της εποχής του Όθωνα. Η ιδέα ενθουσίασε μικρούς και μεγάλους, υιοθετήθηκε αμέσως και αποτελεί έκτοτε σύμβολο και μέρος της ελληνικής κουλτούρας.
Η περυσινή εναλλακτική σύνθεση από πλαστικούς αποχετευτικούς σωλήνες, αποδοκιμάστηκε έντονα από τους Γιαννιώτες, οι οποίοι επιμένουν - και καλά κάνουν - παραδοσιακά. Το ίδιο συμβαίνει και με την φετινή έκδοση του Χριστουγεννιάτικου δένδρου που σε στιλ χαρτοκοπτικής και με έκδηλη προσπάθεια να εξάψει την φαντασία, μοιάζει να απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στις παιδικές ηλικίες. Έτσι λοιπόν, όπως είναι φυσικό, θεωρείται από τους περισσότερους και η φετινή πρόταση όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη και αποδεκτή, αν και αισθητικά χαρακτηρίζεται πιο συμβατική σε σχέση με την περυσινή.
Άρεσε λοιπόν σε μερικούς το φετινό δένδρο και απέσπασε τα κολακευτικά τους σχόλια. Ωστόσο και αυτοί ακόμη πιστεύουν, ότι σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά που έχει, δεν θα έπρεπε να τοποθετηθεί στην κεντρική πλατεία. Πιο ταιριαστή θα ήταν η θέση του μέσα σε έναν παιδότοπο, ανάμεσα σε άλλες παρόμοιες ευρηματικές κατασκευές όπως είναι οι λαβύρινθοι με τα μπαλόνια και τα τεράστια χρωματιστά, πλαστικά και ξύλινα φινιστρίνια.
Κάποια φίλη παρατήρησε: «Δεν υπάρχει φάτνη! Ψάξτε στην πλατεία όσο θέλετε! Ένας Θεός ξέρει τι φωτίζει το άστρο της Βηθλεέμ που βρίσκεται στην κορυφή του. Ίσως φωτίζει την πολυπολιτισμικότητα, ίσως την πανανθρώπινη συνύπαρξη, ίσως ακόμα την πολιτιστική ολοκλήρωση μέσα από τη διαφορετικότητα. Ίσως και …τίποτα! Μπορεί να είναι καλύτερα έτσι, συνέχισε. Φαντάζεστε κάποια στιγμή, να δούμε αντί για την κλασική παραδοσιακή φάτνη, ένα τεράστιο κομμάτι τυρί έμμενταλ γεμάτο τρύπες και μέσα από αυτές να προβάλει χαμογελαστό, αντί για το Θείο Βρέφος, το τετράγωνο κεφάλι του Μπομπ του Σφουγγαράκη;»!
Υπερβολική η φίλη, ωστόσο δεν θα διαφωνήσω μαζί της στο ότι σε ολόκληρη την έκταση της πλατείας που φιλοξενεί το δένδρο, δεν έχει τοποθετηθεί φάτνη! Εκτός κι αν ο καλλιτέχνης την τοποθέτησε κάπου ανάμεσα στις τρύπες και τις κουδούνες της κατασκευής του και αδυνατεί να την εντοπίσει η σκουριασμένη μου φαντασία!  
Ευτυχώς που ο Στρατός μας, σώζει για μια ακόμη φορά την κατάσταση. Τοποθέτησε όπως κάθε χρόνο στην κεντρική είσοδο της VIII Μεραρχίας Ηπείρου – Κατσιμήτρου, την καθιερωμένη φάτνη του, πιστός θεματοφύλακας των παραδόσεων και των ηθών της πατρίδας μας.
Ας είναι! Νομίζω, πως την καλύτερη πρόταση για την προώθηση εναλλακτικών, «cool» ιδεών για Χριστουγεννιάτικα δένδρα, την άκουσα από έναν έμπειρο εκπαιδευτικό που είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με τα κοινά:
Πρότεινε να καθορισθεί ένας χώρος - όπως παραδείγματος χάριν η πλατεία Λορέντζου Μαβίλη στο Μώλο - στον οποίο κάθε χρόνο τέτοια εποχή, θα διοργανώνεται ένας καλλιτεχνικός διαγωνισμός, με καινοτόμες και πρωτοποριακές ιδέες για τα Χριστουγεννιάτικα δένδρα. Εκεί, θα δίνεται η ευκαιρία σε κάθε καλλιτέχνη, να κατασκευάζει επί τόπου και να παρουσιάζει ελεύθερα τη δική του ιδιαίτερη πρόταση. Θα μπορεί έτσι να βγάζει τα εσώψυχά του και να περνά μέσα από το έργο του, όποια μηνύματα τραβάει η ψυχή του, πληρώνοντας ωστόσο τα έξοδα της έμπνευσης και της κατασκευής του από την τσέπη του, χωρίς να επιβαρύνονται με αυτά οι δημότες και το ταλαιπωρημένο ταμείο του Δήμου.
Καλά Χριστούγεννα!


Γιάννης Β. Δεβελέγκας