Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

ΤΟ ΘΑΥΜΑ…

 

            Η θεια μου η Βαγγελιώ γύρισε ανάποδα το φλιτζάνι του καφέ πάνω στο πιατάκι για να στεγνώσουν τα κατακάθια και ύστερα με κοίταξε επίμονα με τα καταπράσινα διαπεραστικά της μάτια!
           -          Τα μάτια σου ήταν κάποτε γαλάζια θειάκω, της είπα αμήχανα!
           -            Και τώρα γαλάζια είναι, μου απάντησε πίσω από το μόνιμα χαραγμένο στα χείλη της μυστηριώδες χαμόγελο! Μόνο όταν κοιτάζω προς τα αριστερά καμιά φορά πρασινίζουν, αλλά αυτές είναι ανταύγειες, κατά βάθος είμαι πάντα γαλανομάτα!
           Η αλήθεια είναι ότι θεωρούσα το ¨φλιτζάνι¨ ανοησία, αλλά κάθε φορά που επισκεπτόμουν τη θεία μου την Βαγγελιώ της έλεγα να μου το πει, γιατί ήξερα πως την ευχαριστούσε να μου προβλέπει τάχα τα… μελλούμενα ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούσε να μου αποσπάσει πληροφορίες από την προσωπική μου ζωή γιατί μου είχε αποδεδειγμένα μεγάλη αδυναμία και με νοιάζονταν. Της άρεσε πάντα να με συμβουλεύει και να με καθοδηγεί!  
           Από την άλλη, έβρισκε κάθε φορά την ευκαιρία, μέχρι να στεγνώσουν τα κατακάθια του ελληνικού μέσα στο αναποδογυρισμένο φλιτζάνι, να μου πει διάφορες απολαυστικές ιστορίες, όπως αυτή που μου διηγήθηκε τις προάλλες που πέρασα από το σπίτι της.
           -            Θυμάμαι τα βαφτίσια σου, μου είπε και άφησε έναν ψευτοαναστεναγμό να ξεπηδήσει μέσα από τα σωθικά της. Μπορεί να μην σου τα είχε πει η σχωρεμένη η μάνα σου, αλλά συνέβησαν πολλά και διάφορα τη μέρα που σε βαφτίζαμε.
            «Ήταν δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα όταν έγινε εκείνο το θάμα. Εκείνο το πρωί ο ήλιος δεν βγήκε, τα σύννεφα χαμηλώσανε και η βροχή ήταν έτοιμη να πέσει ράιτ θρου που έλεγε παλιά ένα τραγούδι. Είχαμε όλοι μπει μέσα στην εκκλησία για το μυστήριο και να δείξουμε εμείς οι γυναίκες το παπούτσι, το καινούριο μας ταγέρ και το φρεσκοφτιαγμένο μαλλί! Είχε πολύ κόσμο και δυο τρεις κυρίες είχαν πλαντάξει από τη ζέστη μέσα στο γουναρικό τους!
           Εσύ ήσουν πολύ σκληρό παιδί! Φαινόσουν από τότε πως θα γίνεις κάποια μέρα ο νέος χαρισματικός ηγέτης της Ελλάδας μετά τον Ανδρέα και τον Τσίπρα. Όχι μόνο δεν έβαλες τα κλάματα όπως κάνουν όλα τα συνηθισμένα παιδάκια όταν τα βάζει ο παπάς στην κολυμπήθρα, αλλά εσύ γέλαγες και έδειχνες να το απολαμβάνεις! Σε μια στιγμή μάλιστα, φάνηκε να σχηματίζεται γύρω από το ξανθό σου κεφαλάκι ένα φως, κάτι σαν φωτοστέφανο! Όλοι παγώσαμε, κάποιος από τον γυναικωνίτη φώναξε ¨θαύμα¨!  Εσύ τότε άρχισες να πλατσουρίζεις χτυπώντας τα πόδια σου στην κολυμπήθρα που γέμισε με χιλιάδες μπουρμπουλήθρες.
           Μας κόπηκαν τα ήπατα! Όλοι όσοι ήμασταν μέσα στο ναό αρχίσαμε να σταυροκοπιόμαστε ασταμάτητα. Όχι βέβαια για τα δυνατά σου καλλίγραμμα πόδια, ούτε και για τις μπουρμπουλήθρες, αλλά γιατί, κάθε που έσπαγε μια φουσκάλα, έβγαινε από μέσα της ένας ύμνος αγγέλων, ένα δοξαστικό. Ήταν το δοξαστικό των Αίνων της Κυριακής του Ασώτου, που αναφέρεται στους δίκαιους πλούσιους που εναποθέτουν τους θησαυρούς τους στα χέρια των φτωχών και ταπεινών… Τον ακούσαμε όλοι τον ύμνο! Όχι μόνο οι χριστιανοί, αλλά και οι σκληροί προοδευτικοί που βρέθηκαν στην εκκλησία από κοινωνική υποχρέωση. Τον άκουσαν ακόμη και οι πραγματικοί άθεοι!
           Ο μόνος που κράτησε την ψυχραιμία του εκείνη τη στιγμή, ήταν ο παπά-Αυτιάς. Καμιά σχέση με τον τηλεοπτικό σταρ-δημοσιογράφο. Παρατσούκλι ήταν και όχι επώνυμο. Τον φωνάζαμε έτσι γιατί είχε μεγάλα αυτιά που δεν μπορούσε να τα κρύψει ούτε κάτω από τα πλούσια ακούρευτα μαλλιά του.
           Σου έδωσε στα γρήγορα το όνομά, σε παρέδωσε στη μάνα σου και στη νονά σου, γύρισε προς το ποίμνιο και φώναξε με την στεντόρεια φωνή του και τα χέρια ψηλά στον ουρανό: ¨Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια¨! Κανείς μας δεν κατάλαβε γιατί το είπε αυτό ο παπα-Αυτιάς, αρχίσαμε όμως όλοι μας να ψέλνουμε τον εθνικό μας ύμνο! Τι σου είναι ο Έλληνας βρε παιδάκι μου! Άμα τον χτυπήσεις στο φιλότιμο γίνεται χαλί να τον πατήσεις»!
           Για να δούμε όμως τώρα τι λέει το φλιτζάνι σου:
           -            Μεγάλη πόρτα θα διαβείς, πολύ μεγάλη. Θα φτάσεις στο μάξιμουμ! Το βλέπω καθαρά! Έχεις όμως πολύ δρόμο ακόμα να διανύσεις που πάνω του στέκεται εμπόδιο ένας παπα-Αυτιάς, ένας ακόμα που παίζει το μπεγλέρι του πίσω από τα κάγκελα και κάτι άλλες παλιές καραβάνες που έχουν τον… τρόπο τους. Μα τα χειρότερα εμπόδια για σένα ανιψάκι μου, είναι κάτι μεγάλες δίγλωσσες οχιές που ξεπηδάνε από τον κόρφο σου!
           -            Στα ερωτικά σου βλέπω να τα πάτε μια χαρά εσύ κι ο σύντροφός σου, συνέχισε η θεία Βαγγελιώ που τώρα στόλιζαν τα μάτια της όλα τα χρώματα της ίριδος! Με το καλό βλέπω θα αποκτήσετε και απογόνους! Δύο τυχερά ευτυχισμένα αγοράκια!  
           -            Τίποτε άλλο βλέπεις θειάκω; ρώτησα αδημονώντας…
           -            Είναι ξεκάθαρο, θα γίνουν οσονούπω εκλογές! Στρίγγλισε η θεια μου θριαμβευτικά!
           Και σκάσαμε κι οι δυο στα γέλια… και στα κλάματα!
 
Γιάννης Β. Δεβελέγκας
 

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

ΚΙ ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΣ ΕΣΥ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

           


 Ευρωεκλογές έρχονται, και μέρα με τη μέρα το πολιτικό θερμόμετρο όλο και πλησιάζει προς το κόκκινο. Άρχισαν ήδη και τα πρώτα μαχαιρώματα μεταξύ των υποψηφίων. Κάτω από τη ζώνη για τους άνδρες, πάνω από τη ζώνη για τις γυναίκες και σε απροσδιόριστα σημεία του σώματος για τα υπόλοιπα φύλα. Όπου πονάει τον καθένα περισσότερο!
            Είναι βλέπεις πολλά τα λεφτά στο Ευρωκοινοβούλιο, εξασφαλισμένο το αραλίκι πολυτελείας και γενικά μια απασχόληση χωρίς ρίσκο και αγκούσες αρκεί να λες το «ΝΑΙ» στα ντόπια και ξένα αφεντικά! Μόνο η αξιοπρέπεια ενίοτε πληγώνεται, όταν καλείσαι να πάρεις θέση αντίθετη με τα πιστεύω σου, αλλά, τι είχαμε τι χάσαμε! Βέβαια, όταν αποδέχεσαι αυτή την πρόκληση και πέφτεις στη μάχη για το χρίσμα του Ευρωπατέρα ή της Ευρωμητέρας, οφείλεις να γνωρίζεις τους κανόνες και να λάβεις υπόψιν σου τόσο τα υπέρ όσο και τα κατά αυτής της υπόθεσης!  
            Αυτό, το τελευταίο, δηλαδή την ανάγκη να κάνεις συμβιβασμούς, δεν το είχε πάρει στα σοβαρά ο Λευτέρης Λευτεράκης, όταν βρέθηκε αναπάντεχα να είναι υποψήφιος σε μια από τις προηγούμενες ευρωεκλογικές διαδικασίες.
           Ακριβώς με αυτή την περίπτωση του Λευτεράκη θα ασχοληθούμε σήμερα. Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή, θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί φανταστική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να συμβεί κάπου αλλού, εκτός δηλαδή της δικής μας ελληνικής επικράτειας!   
          «Να πας Λευτεράκη» του λέγανε οι φίλοι του, «Άμα δεν πας εσύ στο Ευρωκοινοβούλιο που είσαι ηθικό στοιχείο, που είσαι άριστος οικογενειάρχης, που μιλάς τόσες γλώσσες, που έχεις δουλέψει σε τόσα επιστημονικά προγράμματα και  που έχεις τόση εμπειρία από τα επαγγελματικά σου ταξίδια σε όλες σχεδόν τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, ποιος διάολος τότε θα πάει»;
          Πες –πες τον πείσανε τον Λευτέρη, από τη μια πλευρά η γυναίκα και οι φίλοι του και από την άλλη το κόμμα που με τόση συνέπεια είχε στηρίξει και υποστηρίξει στο παρελθόν ο Λευτεράκης, ακουμπώντας παραδάκι στο αμαρτωλό ταμείο του, που ήταν μονίμως χρεοκοπημένο από τις αλλεπάλληλες σπατάλες, την κακοδιαχείριση και τα χατίρια προς τους ολιγάρχες.
          «Θα αρχίσω την εκλογική μου εκστρατεία από το χωριό μου», δήλωσε με στόμφο, έπαρση και περηφάνια ο Λευτεράκης, «Από τον τόπο που με γέννησε και που οι άνθρωποί του με καταλαβαίνουν όσο κανένας άλλος, γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα και ενδιαφέρονται πάνω απ’ όλα για το κοινό καλό. Για το καλό του τόπου»!
          Έτσι λοιπόν προγραμμάτισε την ομιλία του στο χωριό μια Κυριακή πρωί, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας και των πεντέξι μνημοσύνων που συνήθως την ακολουθούσαν τις τελευταίες δεκαετίες!  
          «Αγαπητοί Ευρωπαίοι πολίτες»… προσφώνησε ο Λευτεράκης, σκαρφαλωμένος πάνω σε ένα πεζούλι, απευθυνόμενος στους συγχωριανούς του που εκείνη την ώρα απολάμβαναν κάτω από το αιωνόβιο πλατάνι της κεντρικής πλατείας τον ελληνικό καφέ, τη μπυρίτσα με το παραδοσιακό μεζεδάκι και το τσιπουράκι με το αχνιστό από τον φούρνο μικροκυμάτων λουκάνικο!
          «Αν με τιμήσετε με την ψήφο σας»….  
          «Έχουμε και υποβρύχιο για το παιδί»… ακούστηκε η φωνή του καφετζή παραδίπλα.
          «…Μην ακούτε τι σας λένε οι άλλοι, μόνο από εμένα θα ακούσετε την αλήθεια γιατί είμαι ηθικός άνθρωπος και δεν μπορώ να κάνω ατιμίες»…
          «Ωραία τα λέει ο κερατάς»… παρατήρησε ένας μεσήλικας από τα πίσω τραπέζια.
          «…Για να χρηματοδοτήσει η ΕΕ την έξοδο του χωριού από την απομόνωση θα πρέπει πρώτα να αυξήσουμε την οικονομική μας δραστηριότητα, τον τουρισμό ή την παραγωγή»…
          «Έχει ωραία μάτια σαν του Παπακαλιάτη»… συμφώνησαν δυο νεαρές κυρίες από το πλάι.
          «…Δεν εγκρίνεται στο ΕΣΠΑ η χρηματοδότηση του αρδευτικού μας δικτύου, αν πρώτα δεν κατασκευάσουμε την υδατοδεξαμενή  στην πέρα ραχούλα»… συνέχισε απτόητος ο Λευτεράκης.
          «Θα μ’ χαλάσ’ τα μελίσσια ετούτος εδώ με τς ιδέες τ’»… μουρμούρισε ένας άλλος πιο κείθε.  
          Είπε κι άλλα πολλά ο καημένος ο Λευτεράκης. Σοβαρά πράγματα που αν γινόταν πράξη έστω και τα μισά από αυτά θα άλλαζε η φυσιογνωμία του χωριού, όλοι θα είχαν να ωφεληθούν και το κυριότερο θα γύριζε πίσω η νεολαία, που τώρα γυρόφερνε στις καφετέριες και σπαταλούσε τη ζωή της αλλάζοντας πίστες στα βιντεοπαιχνίδια! 
          Κι εκεί που περίμενε το χειροκρότημα και την επιβράβευση ο έρμος ο Λευτέρης Λευτεράκης σηκώνεται από την καρέκλα του ο Καραμπάμπαλης με τη μουστάκα, μια παλιά καραβάνα της πολιτικής και τον ρώτησε σε άπταιστη ντοπιολαλιά:
          «Και τι μπορείς να κανς εσύ για μένα κυρ Λευτέρη μ’ που ‘χω μια κόρη π‘ κάθεται σπιτ’ γιατί δεν τν παίρν στη δλειά ο Σλαβενίτς;
          Ο Λευτεράκης τα ‘χασε, έμεινε άφωνος! Τόση ώρα μάλλιασε η γλώσσα του να τους λέει πώς θα βγει το χωριό από την απομόνωση, πώς θα αποκτούσε αξία η περιουσία τους, πώς θα γύριζαν πίσω οι νέοι και οι νέες, κι ετούτος εδώ σκεφτότανε πώς θα έβαζε την κόρη του υπάλληλο στο σούπερ μάρκετ!
          «Έχουμε υποβρύχιο και για παιδιά και για μεγάλους»… ακούστηκε ξανά η φωνή του καφετζή.
          «Έλα να κάτσεις στο τραπέζ’ να σε κεράσουμε ένα τσίπρου και να δούμε τι μπορείς να κάνς για μας» τον προσκάλεσε ο Καραμπάμπαλης και τράβηξε στο πλάι ένα κάθισμα!
         Μαζεύτηκαν ένα κουβάρι και οι άλλοι γύρω από το τραπέζι του Καραμπάμπαλη, τώρα που θα άκουγαν κάτι πραγματικά ενδιαφέρον...
         Την επομένη ο Λευτέρης Λευτεράκης αφού το χώνεψε καλά πως δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα γι αυτή τη δουλειά, απέσυρε την υποψηφιότητά του και τρύπωσε στο πρώτο σούπερ μάρκετ που βρέθηκε μπροστά του. Αγόρασε ένα κουτί βανίλια και πήγε σπιτάκι του να φτιάξει ένα υποβρύχιο και να αναπολήσει τα ξέγνοιαστα, τα ευτυχισμένα παιδικά του χρόνια!  
 
Γιάννης Β. Δεβελέγκας