Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Ο ΜΠΑΜΠΗΣ Ο ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑΣ

 

         «Καημένε Μπάμπη, δεν είναι για την ηλικία μας οι βουτιές στη θάλασσα Απρίλη μήνα»! Του έλεγαν οι φίλοι του…
          Ο Μπάμπης όμως, ξεροκέφαλος καθώς ήταν, δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα!
«Εγώ θα πάω», τους έλεγε αποφασισμένος.
«Δε θα αφήσω να περάσει στα χαμένα αυτός ο υπέροχος κυριακάτικος ήλιος».
          Πήρε λοιπόν μαγιώ, πετσέτα, γυαλικό, καβαλίκεψε το σιτροέν, και με δύο ευρώ το λίτρο, κίνησε για την παραλία!
          Δεν θα έλεγες πως ήταν και λίγοι οι άνθρωποι που λιάζονταν στην αμμουδιά εκείνη την ώρα! Ωστόσο, μέσα στη θάλασσα, δεν υπήρχε ψυχή!
          Μάταια αναζήτησε ο Μπάμπης έστω και ένα κεφάλι να προεξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας.
«Εγώ όμως θα το τολμήσω» είπε αποφασιστικά και προχώρησε προς τη γραμμή εφόδου με σταθερό βήμα και επιβλητική κορμοστασιά!
          Άπλωσε την πετσέτα του πάνω στην άμμο, γδύθηκε, έφερε το εφαρμοστό του μαγιώ στη σωστή θέση για να τονίζει τα… προσόντα του και πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες.
Πάντα έπαιρνε δυο τρεις βαθιές ανάσες ο Μπάμπης όταν ήταν να αποφασίσει για πολύ σημαντικά ζητήματα.  
          Έπειτα, χωρίς δισταγμό, έκανε πέντε δρασκελιές και έφτασε μπροστά από το ήρεμο κυματάκι που χάιδευε τα μικροσκοπικά βοτσαλάκια που ήταν παρατεταγμένα δημιουργώντας σύνορο ανάμεσα στη θάλασσα και στη στεριά.
          «Η τύχη βοηθά τους τολμηρούς», μονολόγησε πάλι ο Μπάμπης, μεταφράζοντας τον Θουκυδίδη, και ακούμπησε το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού πάνω στο νερό της θάλασσας για να της... πάρει τη θερμοκρασία!
Ένα τρομακτικό ρίγος διαπέρασε την ύπαρξή του! Προς στιγμήν δείλιασε!
          Γύρισε πίσω το κεφάλι να δει αν τον κοίταζε κανείς. 
          Αισθάνθηκε πέρα από το παγωμένο νερό να τον δέρνει και η ατυχία! Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του!
«Να με κοιτάνε άραγε από θαυμασμό ή μήπως από απλή περιέργεια»; αναρωτήθηκε κι άρχισε να κιοτεύει!
          «Ρε δεν πάνε όλοι τους στο διάολο, είναι νωρίς ακόμα για μπάνιο» είπε από μέσα του κι έκανε να γυρίσει πίσω στην ασφάλεια της ζεστής αμμουδιάς.
          Εκείνη όμως τη στιγμή, για κακή του τύχη, το μάτι του έπεσε πάνω στο σακίδιο ενός λουόμενου, που είχε χαραγμένο ανάγλυφα το σήμα των καταδρομών «Ο Τολμών Νικά»!
          Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασε από μπροστά του η μέρα που στα νιάτα του, τον κάλεσαν να υπηρετήσει στις Ειδικές Δυνάμεις και αντίκρισε αυτό το σύμβολο στην πύλη του στρατοπέδου των καταδρομών. Θυμήθηκε το ρίγος και το δέος που αισθάνθηκε μόλις είδε αυτό το έμβλημα, αλλά και την τρομερή απογοήτευση που ένοιωσε αργότερα, όταν τον έκοψαν ως ακατάλληλο για τις ειδικές δυνάμεις, γιατί φοβόταν να περάσει τα εμπόδια του στίβου μάχης.
          «Όχι, είπε μέσα του, δεν αντέχω άλλη ντροπή, όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην παραλία περιμένουν από εμένα να κάνω το πρώτο βήμα για να με ακολουθήσουν! Δεν θα τους απογοητεύσω»!
          Έτσι λοιπόν το αποφάσισε και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς να πάρει τις προβλεπόμενες δυο τρεις ανάσες, καθώς αυτές του είχανε κοπεί τελείως από το κρύο, τη στιγμή που το νερό της θάλασσας έφτασε μέχρι τη μέση του.  
          Ξαφνικά αισθάνθηκε τα δάχτυλα των ποδιών του να μυρμηγκιάζουν, τις γάμπες του να μελανιάζουν και το εφαρμοστό μαγιώ του να γίνεται επικίνδυνα… ευρύχωρο κάτω από την επίδραση του παγωμένου νερού!    
          Γύρισε τότε πάλι πίσω το κεφάλι του με την ελπίδα ότι δεν θα τον κοίταζε κανείς, για να αποφύγει αυτή την τρομερή δοκιμασία!
          Και τότε την είδε!
Ήταν ψηλή, μελαχρινή, γυμνασμένη, καλοσχηματισμένη με τόσο πλούσιες καμπύλες!
          «Αυτό είναι ένα ισχυρό κίνητρο», σκέφτηκε ο Μπάμπης.
Και χωρίς δεύτερη κουβέντα βούτηξε με το κεφάλι στο νερό.
          Τα επόμενα δευτερόλεπτα νόμισε πως θα πεθάνει! Ότι θα πάθει συγκοπή!
Οι παλμοί της καρδιάς του έφτασαν τους εκατό… μπορεί και τους διακόσους.
          «Σώσε με Παναγίτσα μου, είπε, και σου υπόσχομαι πως θα τα ομολογήσω όλα στους φίλους μου, πως τον πράσινο μπερέ που φοράω στη φωτογραφία που τους δείχνω, δεν ήτανε δικό μου!
          Και τότε, ¨Ω του θαύματος, άρχισε να συνηθίζει το παγωμένο νερό και να… παίρνει πάνω του. Ανέκτησε πάλι την χαμένη του αυτοπεποίθηση, φούσκωσε από υπερηφάνεια το στήθος, ρούφηξε μέσα την κοιλιά και κατευθύνθηκε προς την ασυνόδευτη καλλονή που τον κοίταζε λιγωμένη από πάνω μέχρι κάτω. 
          Πιάσανε την κουβεντούλα.  
          «Πώς τα κατάφερες και μπήκες στο νερό μ’ αυτό το κρύο», του είπε εκείνη χαδιάρικα και συνέχισε πεταρίζοντας παιχνιδιάρικα τις ψεύτικες βλεφαρίδες της: «Είσαι ένας ήρωας, ο ήρωάς μου, δεν έχω γνωρίσει άλλον άνδρα σαν κι εσένα»!  
          «Ναι, απάντησε αυτός κολακευμένος, μη κοιτάς που τώρα πέρασαν τα χρόνια και έκανα λίγη κοιλίτσα! Κάποτε είχα περάσει κι εγώ την πύλη του στρατοπέδου των  καταδρομών»! «Εσύ αλήθεια, θα βουτήξεις ομορφούλα»;  
          «Θα βουτήξω κι εγώ σε λίγο, αλλά όχι γιατί είμαι τόσο τολμηρή όπως εσύ». Του είπε εκείνη με κάπως ασυνήθιστα βαριά φωνή.
Και συνέχισε ψιθυριστά κρατώντας τον τρυφερά από το μπράτσο.
«Απλά μπαίνω κάθε τόσο στη θάλασσα μέχρι τη μέση, προς νερού μου, γιατί πολύ με δυσκολεύει τώρα τελευταία ο… προστάτης»!
          Ο Μπάμπης σάστισε!  
          «Εγώ, θα πρέπει όμως τώρα, να τρέξω λίγο για να ζεσταθώ, όπως μου είπε ο γιατρός μου», είπε ο Μπάμπης ο καταδρομέας και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος…
          Κι ακόμα τρέχει…

Γιάννης Β. Δεβελέγκας