Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

ΟΛΟΙ ΟΜΩΣ ΞΕΡΟΥΜΕ ΚΑΛΑ…


            Η καταιγίδα που ξέπλυνε πριν λίγες ώρες την πόλη, απομακρυνόταν τώρα γρήγορα μέσα στο σκοτάδι, εγκαταλείποντας στην πλατεία «Μεταπολίτευσης» εκείνη την ύπουλη υγρασία που σου τρώει τα κόκκαλα και σου κονταίνει την ανάσα.  
Μάταια το μεγαλοπρεπές ρολόι της πλατείας προσπαθούσε με τα εκκωφαντικά του χτυπήματα να αποδυναμώσει την αίσθηση της απόλυτης ερημιάς που επικρατούσε στους γύρω δρόμους καθώς πλησίαζε το χάραμα.          
Ξαφνικά, μία μυστηριώδης σκιά εμφανίστηκε από την μεριά του άχρωμου μεγάρου της Κεντρικής Τράπεζας και κινήθηκε στα μουλωχτά προς την κατεύθυνση που κείτουνταν αραδιασμένοι, βρόμικοι, ξεχειλισμένοι, οι κάδοι των απορριμμάτων. Πριν φτάσει εκεί, κοντοστάθηκε για λίγο κάτω από την πινακίδα που ανέφερε το όνομα της πλατείας, χαμογέλασε χαιρέκακα και ύστερα συνέχισε επιταχύνοντας το βήμα.
Θα έλεγε κανείς πως βιάζονταν να φτάσει στους κάδους για να ανασκαλέψει τις σακούλες με τα αποφάγια. Αυτή ωστόσο προσπέρασε αδιάφορα τον κάδο τον απορριμμάτων, άφησε πίσω της τον κάδο ανακύκλωσης και στάθηκε μπροστά στον τελευταίο κάδο που έγραφε: «Εδώ πετάμε ΗΘΗ-ΙΔΑΝΙΚΑ-ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΑΞΙΕΣ».
Κανείς ποτέ δε νοιάστηκε ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει σε ποιον ανήκε αυτή η σκιά. Κι όσοι κάποια στιγμή ρωτήσανε, χλευάστηκαν και λοιδορήθηκαν από τους άλλους. Όλοι όμως γνώριζαν καλά, πως τη γεννούσε η νύχτα, το σκοτάδι, και πως συναγελάζονταν με τα «σκουπίδια»!  
Η σκιά, στάθηκε για λίγο σκεφτική μπροστά στον κάδο και ύστερα έσκυψε και κοίταξε βαθιά κοντά στον πάτο, για να βεβαιωθεί πως ήτανε ακόμα εκεί η αξιοκρατία, η φιλοπατρία, η δικαιοσύνη, η ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός πολιτισμός, η παιδεία, οι θεσμοί, η αξιοσύνη, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις, η ένδοξη ελληνική ιστορία, τα ιερά και όσια των Ελλήνων, η λίστα των ηρώων που χύσανε το αίμα τους για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία, ο σεβασμός προς τα εθνικά σύμβολα και τη σημαία, το εθνικό φρόνημα, η εθνική κυριαρχία, η ελπίδα , τα όνειρα…οι ρίζες του Ελληνισμού.  
Όταν σιγουρεύτηκε πως όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, τράβηξε από τον κόρφο της ένα μεγάλο δέμα που έγραφε, «ΕΛΛΑΔΑ»! Το δέμα περιείχε τα κομμάτια της, που ξεπουλήθηκαν σιγά- σιγά στους τοκογλύφους! Έκανε δυο βήματα πίσω και ετοιμάστηκε να το πετάξει με όση μανία και μίσος διέθετε, μέσα στον κάδο!
Κι ενώ φαινότανε πως όλα είχανε τελειώσει, συνέβη τότε κάτι το αναπάντεχο. Ξύπνησε αίφνης του Έλληνα η ψυχή από το λήθαργο, κι έγινε αέρας τρομερός που όλο δυνάμωνε καθώς περνούσε πάνω από τα δύσβατα βουνά και τ΄ άγια της Ελλάδας χώματα, και έγινε μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια καθώς αγκάλιασε τα ερείπια του Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, κι έγινε κύμα αγριεμένο καθώς περιπλανήθηκε στις θάλασσες του Οδυσσέα.  
Και ύστερα μεταμορφώθηκε σε φως και πνεύμα, για να σκορπίσει τις σκιές του άκρατου υλισμού, που οδηγεί στην υποδούλωση και στον ολοκληρωτισμό της παγκοσμιοποίησης.  
Η σκιά κοίταξε αλαφιασμένη προς τον ουρανό. Ζύγωνε το ξημέρωμα και η ατμόσφαιρα είχε τελείως καθαρίσει. Το λαμπερό φως της Ελλάδας που ξεπρόβαλε δεν θα αργούσε να την καταπιεί, να την αφανίσει.   
Στην θέση που στεκόταν πρώτα η σκιά, είχανε μείνει τώρα σκόρπια κάποια έγγραφα. Ένας περαστικός τα είδε και πλησίασε. Έκανε έτσι με το πόδι. Ήταν διάφορα τραπεζικά χρεόγραφα κι ένα χαρτί κιτρινισμένο που του κίνησε την περιέργεια κι έσκυψε να το πάρει. Ήταν ένα μικρό ιδιόχειρο σημείωμα που έφερε την υπογραφή του Νίκου Καζαντζάκη:
«Ότι αλαφρώνει κι εξαϋλώνει τα βουνά, τα χωριά της Ελλάδας, είναι το φως. Το φως της Ιταλίας είναι μαλακό, γυναικίσιο. Το φως της Ιωνίας γλυκό πολύ, γεμάτο ανατολίτικες λαχτάρες, στην Αίγυπτο φιλήδονο. Το φως στην Ελλάδα είναι όλο πνέμα. Μέσα στο φως αυτό κατόρθωσε ο άνθρωπος να δει καθαρά, να βάλει τάξη στο χάος και να το κάνει κόσμο. Και κόσμος σημαίνει αρμονία».
Χαμογέλασε ικανοποιημένος και φούσκωσαν τα στήθια του από υπερηφάνεια…
Κανείς ποτέ δε νοιάστηκε ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει σε ποιον ανήκε εκείνη η σκιά. Κι όσοι κάποια στιγμή ρωτήσανε, χλευάστηκαν και λοιδορήθηκαν από τους άλλους. Όλοι όμως ξέρουμε καλά, πως τη γεννάει η νύχτα, το σκοτάδι, και πως συναγελάζεται με τα «σκουπίδια»! 
Γιάννης Β. Δεβελέγκας