Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

ΘΕΛΕΙ ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΝ…

           
 

            Τις προάλλες, ο Σύνδεσμος Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, απένειμε στους εκπαιδευτικούς που πρωτοδιορίστηκαν κάτω από τραγικές για την πατρίδα μας συνθήκες, στις δεκαετίες του 40 και του 50, αναμνηστικά διπλώματα για το πολύτιμο έργο τους. Η σεμνή αυτή εκδήλωση μνήμης και σεβασμού, έδωσε τον χρόνο και το βήμα στους ίδιους τους πρωταγωνιστές, για να διηγηθούν μία ιστορία, από τη δική τους διαδρομή στις αίθουσες διδασκαλίας. Στους δασκάλους μας δηλαδή, που προσέφεραν ψυχή και σώμα στην υπηρεσία του έθνους, τα δύσκολα εκείνα χρόνια που η Ελλάδα με αιχμή του δόρατος την εθνική παιδεία, προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της, ύστερα από μια σειρά καταστροφικών πολέμων κι απέναντι σε μία ύπουλη και ξενοκίνητη διχόνοια.
            Βέβαια, όπως έλεγε και ο μεγάλος Άγγελος Τερζάκης, «Κάθε ιστορία συντίθεται από δύο στοιχεία, που ο χρόνος τα αποχωρίζει: Το πρώτο είναι τα γεγονότα που μπορείς να τα αποκαταστήσεις ακόμη και ύστερα από αιώνες και το δεύτερο είναι το άρωμα της εποχής, του οποίου όμως χάνεται η αίσθηση μαζί με την στιγμή, ακόμα και από εκείνους που το ένιωσαν»!
Με την έννοια αυτή, η ιστορία που ακολουθεί και που είναι τόσο απίστευτη όσο και αληθινή, έχει απλά και μόνο την ευγενή φιλοδοξία να αποκαταστήσει, μέσα σε λίγες μόλις παραγράφους, το γεγονός. Το γεγονός που διαμόρφωσαν οι καταστάσεις και η προσωπικότητα της Άννας, μιας νεαρής δασκάλας που κλήθηκε να επιτελέσει το καθήκον της στα χρόνια του εμφυλίου, όταν τοποθετήθηκε ως διευθύντρια της Οικοκυρικής Σχολής Αρίστης Ζαγορίου, πριν ακόμα γιορτάσει τα εικοστά γενέθλιά της:
«Οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του ¨46, έφεραν άσχημο προμήνυμα για έναν βαρύ χειμώνα. Ποιος θα νοιαζόταν όμως γι όλα αυτά, όταν πριν λίγες μόλις μέρες πήρε το χαρτί του διορισμού στα χέρια;
Τα όνειρα και τα σχέδια της Άννας για μια ευτυχισμένη δημιουργική ζωή, ήρθε ο καιρός να γίνουνε πραγματικότητα. Το φως του σπαρματσέτου που πριν από λίγο καιρό τρεμόπαιζε πάνω στις σελίδες των βιβλίων της Σχολής της, έφεγγε τώρα δυνατότερα. Μεταμορφώνονταν σιγά – σιγά σε ήλιο λαμπερό που αντανακλούσε ζεστασιά, ελπίδα, αυτοπεποίθηση, ομορφιά και αισιοδοξία. Οι δυσκολίες όμως καιροφυλακτούσαν και οι κίνδυνοι είχαν στημένο το δικό τους καραούλι, καταχωνιασμένο μέσα στις σκιές που γένναγαν και έθρεφαν, ο εμφύλιος, η εξαθλίωση, η αμορφωσιά και η δυστυχία.  
Το λεωφορείο της γραμμής από τα Γιάννενα προς Κόνιτσα, την άφησε λίγο μετά το μεσημέρι στην διασταύρωση για την Αρίστη. Η ανυπομονησία που δημιουργούσε η λαχτάρα  να αντικρύσει τη Σχολή και τις μαθήτριές της, άρχισε σταδιακά να αντικαθίσταται από ένα περίεργο ρίγος και μια ανησυχία που διαπερνούσαν το κορμί της μαζί με τις ριπές του παγωμένου αέρα που κατέβαζε το βουνό. Έμεινε εκεί ολομόναχη μέσα στην ερημιά του χέρσου. Το φορτηγάκι του γραμματέα της Κοινότητας που θα την μετέφερε στο χωριό δεν φαινόταν πουθενά. Κρύωνε! Άνοιξε το βαλιτσάκι που περιείχε όλη της την περιουσία. Δυο - τρία βιβλία, μερικά ρουχαλάκια και μια πλεγμένη ζακετούλα, με την οποία είχε τυλίξει την κορνίζα του πτυχίου της προσεκτικά. Σκέφτηκε να την βγάλει και να τη φορέσει. Ύστερα το μετάνιωσε! 
Οι πρώτοι μήνες στη Σχολή κύλισαν όμορφα και δημιουργικά, αν και της έλειπε το σπίτι της το πατρικό στα Γιάννενα, κοντά στη λίμνη. Της έλειπαν  πολύ και οι δικοί της, μα πιότερο απ΄ όλα της έλειπε ο αρραβωνιαστικός της που ήταν αξιωματικός Διαβιβάσεων και υπηρετούσε τότε στην Αθήνα. Ωστόσο, δεν παραπονιόταν. Την γέμιζε η αγάπη των μαθητριών της και η αποδοχή, η εκτίμηση και ο σεβασμός που έδειχνε στο πρόσωπό της το χωριό.     
Ένα βράδυ, αργά, ενώ καθότανε στο γραφειάκι της και ετοίμαζε το πρόγραμμα της επομένης, ακούστηκαν απ΄ την πλατεία θόρυβοι περίεργοι κι αμέσως ύστερα τρεχαλητό. Έκανε να ανοίξει την πόρτα και τότε αντίκρισε αιμόφυρτους δυο άντρες να την κοιτούν στα μάτια εκλιπαρώντας για βοήθεια. Τους μάζεψε μέσα, τους οδήγησε σ΄ ένα μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν για αναρρωτήριο της Σχολής κι έδωσε αμέσως εντολή στην επιστάτρια, να τους παρασχεθούν πρώτες βοήθειες.
Σαν δέθηκαν τα τραύματα και οι άνδρες ήταν έτοιμοι να φύγουν, ακούστηκαν επίμονα και δυνατά χτυπήματα στην είσοδο. «Αστυνομία, ανοίξτε γρήγορα την πόρτα»! Η νεαρή δασκάλα κόντεψε να λιποθυμήσει από τον φόβο της. Μάζεψε όμως όλες τις δυνάμεις της και χωρίς να λογαριάσει τις συνέπειες, έκρυψε και προστάτεψε από ένστικτο και ανθρωπισμό τους τραυματίες. Οι άνδρες της Χωροφυλακής, έψαξαν παντού μα δεν τους βρήκαν. Ύστερα, αφού την προειδοποίησαν πως οι καταζητούμενοι ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ και επικίνδυνοι, έφυγαν. Αυτή, τρεμάμενη ακόμα από φόβο, φίλεψε τους τραυματίες από το συσσίτιο των κοριτσιών και τους έδιωξε από την πίσω πόρτα της Σχολής, με την παράκληση να μη ξαναπεράσουν.
Τις επόμενες μέρες τα πράγματα δυσκόλεψαν. Οι μάχες ανάμεσα στους αντάρτες και στα ένοπλα τμήματα της Χωροφυλακής όλο πυκνώνανε και αυξάνονταν σε αγριότητα. Μια μέρα που απουσίαζε σε αποστολή το απόσπασμα της Χωροφυλακής, μπήκαν αντάρτες στο χωριό και πιάσανε όποιους βρήκανε μπροστά τους για να τους ανακρίνουν και να αποσπάσουνε πληροφορίες. Ανάμεσα σ αυτούς και τη δασκάλα. Θα την είχαν γδάρει ζωντανή και θα την είχαν σημαδέψει στο πρόσωπο γιατί αρνιότανε πεισματικά να απαντά στις ερωτήσεις τους, αν για καλή της τύχη δεν την αναγνώριζε ένας από τους δυο αντάρτες που είχε περιθάλψει όταν τους βρήκε τραυματίες.  
Όμως τα βάσανά της δεν τελειώσανε εκεί. Η πρωτομαγιά του ίδιου έτους ξύπνησε ηλιόλουστη, πανέμορφη και φορεμένη με τα χίλια χρώματα της άνοιξης. Κι έτσι χωρίς να το καλοσκεφτεί, άπειρη όπως ήτανε και απονήρευτη, πήρε τις μαθήτριές της για εκδρομή, έναν περίπατο ως το ποτάμι.
Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Σταθμό της Χωροφυλακής και μόλις επέστρεψαν, τη συνέλαβαν και την οδήγησαν για ανάκριση σε ένα στάβλο που χρησίμευε για κρατητήριο, με σοβαρότατες κατηγορίες. «Είσαι κομμουνίστρια και συνεργάζεσαι με τους αντάρτες. Η προδοσία θα σε στείλει στο απόσπασμα»! Η έρευνα όμως στη Σχολή απέδειξε την αθωότητά της! Βρέθηκαν τα γράμματα που αντάλλασε με τον αξιωματικό αρραβωνιαστικό της και την αφήσανε ελεύθερη.

«Μωρ΄ Άννα, τι τραβάς μωρ΄ συ Αννούλα, 
στα είκοσι τα χρόνια σου παιδούλα»! 

Της τραγουδούσε από το σπίτι του απέναντι ο παππούς, τα απογεύματα σαν έγερνε ο ήλιος»!
Πολλά συγχαρητήρια στον Σύνδεσμο των εκπαιδευτικών, που παίρνοντας αυτή την όμορφη πρωτοβουλία, κατόρθωσε να αποδώσει τιμή, ανείπωτη χαρά και συγκίνηση, στους βραβευθέντες και στις οικογένειές τους.  Μια επιβράβευση ζωής, μια αναγνώριση. Γιατί όπως και να το κάνουμε «Θέλει αρετήν και τόλμην…»! 


Γιάννης Β. Δεβελέγκας     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου