Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Ο κυρ Κώστας, μάζεψε και τα τελευταία εργαλεία που είχαν απομείνει πάνω στον πάγκο εργασίας, τα στρίμωξε σε μια παλιά σκονισμένη βαλίτσα κι έκανε να φύγει! Σαν έφτασε όμως στο κατώφλι της μεγάλης σιδερένιας εξώπορτας, κοντοστάθηκε για λίγο και γύρισε να ρίξει μια τελευταία ματιά. Η άδεια από εργάτες, έπιπλα και ξύλινες κορνίζες αίθουσα, που φιλοξενούσε για δυο ολόκληρες γενιές το εργαστήρι ξυλογλυπτικής, του φάνταζε τώρα αχανής, ψυχρή, θλιμμένη. Όπως παγωμένος και σκοτεινός, του φαίνονταν κι ο φετινός Δεκέμβρης που περπάτησε ως τα Χριστούγεννα νωχελικά, με δυσκολία.
Άφησε τη βαλίτσα με τα εργαλεία να πέσει καταγής και κρατήθηκε με το αριστερό του χέρι από το ροζιασμένο ορθοστάτη της κυκλικής σκάλας που οδηγούσε στο πατάρι. Δεν το άντεχε η καρδιά του να φύγει έτσι, με στερνή ανάμνηση αυτή τη θλιβερή εικόνα!
Σα νεράκι είχαν διαβεί οι μέρες, οι βδομάδες κι ο καιρός, μέσα σε τούτο το εργαστήρι. Θα’ταν δε θα’ταν είκοσι χρονών ο κυρ Κώστας, όταν ο πατέρας του, τους άφησε τελείως αναπάντεχα ένα πρωί, για ν΄ απαντήσει τον Μεγαλοδύναμο. Πήρε μονάχος στα χέρια του την επιχείρηση και τη δούλεψε σκληρά για μια ολόκληρη ζωή, σαράντα τόσα χρόνια πίσω από τούτα τα ντουβάρια! Και τι του είχε απομείνει πια  για να θυμάται; Μόνο κάποιες στιγμές! Κάποιες λίγες εικόνες που αντιστάθηκαν στη φθορά του χρόνου και σκάλωσαν καλλωπισμένες, στο σκουριασμένο του μνημονικό!
Απόκαμε και κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι ο κυρ Κώστας και προσπάθησε να ζωντανέψει αυτές τις όμορφες στιγμές, για να του μείνουνε σαν τελευταία ανάμνηση! Προσπέρασε τις πρώτες μέρες του στο εργαστήρι, με τις αγκούσες και τις αγωνίες που τον πολέμησαν με λύσσα. Άφησε στη λήθη τα ατέλειωτα ξενύχτια που τον αγκάλιασαν μέχρι να μάθει να δουλεύει τα παλιοκαιρίτικα σκαρπέλα του πατέρα του, μέχρι να αναγνωριστεί η τέχνη του, να καταξιωθεί, να γίνει περιζήτητος!
Η ώρα έδειχνε περασμένη και τα μάτια του θολώσανε, θαρρείς από το κρύο. Αισθάνθηκε αδύναμος και καταβεβλημένος. Μάζεψε όλες του τις δυνάμεις για να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Και τότε, μια εκθαμβωτική αχτίνα φώτισε την κρύα αίθουσα. Έλαμψε ολόκληρο το εργαστήρι! Μια γλυκιά ζεστασιά τρύπωσε στο κορμί του κυρ Κώστα και γέρεψε τις πληγωμένες του αρθρώσεις. Ασημένιες και γαλάζιες λωρίδες σχηματίστηκαν σε τόξα και από την ανοιχτή πόρτα πρόβαλε αυτός, ακόμα οκτάχρονο αγόρι, να τον κρατά από το χέρι ο πατέρας. Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων και τον πήρε για πρώτη φορά στο εργαστήρι για να του δείξει με περηφάνια τα σπουδαία πράγματα που έφτιαχνε πάνω στο ξύλο και για να τον βοηθήσει να στολίσουνε το δένδρο! Πλησίασαν κοντά στο τρίφυλλο παράθυρο. Ένα μικρούλι έλατο κι ένα χάρτινο κουτί με λαμπιόνια και μικροσκοπικά δωράκια ήταν τοποθετημένο με προσοχή πάνω σε ένα δρύινο εκκλησιαστικό αναλόγιο, σμιλευμένο κι αυτό σ΄ ένα αυτοκρατορικό, βυζαντινό, αρχιτεκτονικό μοτίβο! Όταν τελειώσανε και το έλατο φωτίστηκε κι ομόρφυνε, ο πατέρας του πήρε από τον πάγκο εργασίας ένα πανέμορφο ξυλόγλυπτο αστέρι, του το έβαλε στο χέρι και του ψιθύρισε:  «Ακούμπα το Κωστάκη μου στην κορφή και κάνε από μέσα σου μια ευχή»!
-            Κώστα, τι κάνεις επιτέλους τόση ώρα; Ανησύχησα! Έλα στο σπίτι, θα κρυώσεις εδώ πέρα! Είναι στρωμένο το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
            Ήταν η φωνή της Μαρίας, της γυναίκας του, που τον γύρισε πίσω στην πραγματικότητα και στην παγωνιά του εργαστηρίου.
-            Τι γιορτινό τραπέζι μου λες Μαρία, που λείπει το παιδί μας στην Αγγλία, της αποκρίθηκε ο κυρ Κώστας. Μόνοι μας θα είμαστε, οι δυο μας σαν τον κούκο. Ανάθεμα την ώρα που μας έκλεισε η κρίση! Ανάθεμα στην κρίση! Όχι την οικονομική Μαρία, αυτή μπορούσα και την πάλευα, αλλά την ηθική! Αυτόν τον ξεπεσμό της κοινωνίας, τη σαπίλα! Αυτή ήταν που δεν άντεξα. Παλιά ο κόσμος είχε μπέσα. Τώρα για να του δώσουν μια δουλειά ζητάνε όλοι μίζες! Ακόμη και αυτοί, που για την αγιοσύνη τους θα έβαζα το χέρι μου στο ευαγγέλιο! Αυτή η κρίση έκλεισε την επιχείρηση και έσυρε το αγόρι μας στην ξενιτιά. Αυτή μας άφησε μ’  ένα παράπονο που δεν αντέχεται.
-            Άφησε τα πολλά τα λόγια καημένε μου κι έχεις παγώσει από το κρύο, τον αποπήρε η Μαρία. Πήγαινε εσύ προσεκτικά για το σπίτι γιατί έπιασε έξω να χιονίζει. Κι εγώ θα πάρω κάτι πράγματα απ’ το πατάρι, θα κλείσω το εργαστήρι κι έφτασα! 
            Μισή ώρα αργότερα σαν έφτασε η Μαρία σπίτι βαστώντας στο χέρι της μια νάιλον σακούλα, βρήκε τον κυρ Κώστα κοντά στο αναμμένο τζάκι να ανακατεύει τη φωτιά με τη μασιά και κάτι να μουρμουρίζει!
-            Έλα εδώ παραπονιάρη, του είπε. Χρονιάρα μέρα σήμερα και πρέπει να είμαστε χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Να δεις που όλα θα πάνε καλά και το παιδί μας θα γυρίσει. Σε λίγες μέρες ξημερώνει νέος χρόνος κι όλα θα αλλάξουνε προς το καλύτερο. Θα κάνουμε όλοι μαζί μια νέα αρχή! Τόσα και τόσα έχουμε παλέψει και τα καταφέραμε, δε θα μας πάρει τώρα από κάτω! Πλησίασε τώρα για να σου δώσω ένα δώρο!
            Αυτά του είπε η Μαρία και έβγαλε από τη σακούλα ένα ξύλινο κουτί, διακοσμημένο όμορφα με πάνινες... γαλάζιες κι ασημί λεπτές λωρίδες!  
            Το άνοιξε με αγωνία ο κυρ Κώστας. Ήταν αυτό! Ήταν το ίδιο το ξυλόγλυπτο αστέρι, που είχε σκαλίσει ο πατέρας του και νόμιζε τόσο καιρό χαμένο! Πήρε τη Μαρία από το χέρι και οι δυο μαζί το βάλανε ψηλά πάνω στο δένδρο του σπιτιού τους.
-          Έκανα μια ευχή! Του είπε η Μαρία! Να επιστρέψει σύντομα ο γιος μας!
-            Κι εγώ έκανα μιαν ευχή, της αποκρίθηκε ο κυρ Κώστας, και σφράγισε τα χείλη του να μην τη φανερώσει! ...Άφησε όμως ελεύθερο, να του κυλίσει ένα δάκρυ!

Γιάννης Β. Δεβελέγκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου