Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Ένοχη Ανοχή.


      Τον Μάκη, τον βρήκε το χάραμα της μέρας στο πόδι. Άνεργος και άεργος εδώ και ενάμιση χρόνο, είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με την κατάσταση, αν και κάτι μέσα του τον έτρωγε. Παιδιά σκυλιά δεν είχε στα τριανταεπτά του, όταν του ανακοίνωσαν την απόλυσή του. Μάζεψε συγκαταβατικά σε μια χαρτόκουτα τα προσωπικά του αντικείμενα, χαιρέτισε τους συναδέλφους του στο τμήμα παραγωγής της εταιρείας που δούλευε κι έφυγε ανεπιστρεπτί.  
 -    Βρε παιδάκι μου! Μουρμούρισε αντί για καλημέρα ο πατέρας του μόλις τον αντίκρισε. Ενάμισι χρόνο τώρα από τότε που σε απολύσανε και δεν μπόρεσα ποτέ να σε καταλάβω. Με δυο μεταπτυχιακά και διδακτορικό, σε διώξανε με το έτσι θέλω κι εσύ δεν αντέδρασες καθόλου. Τι τις έχουμε τόσες γνωριμίες; Ούτε τους δικούς μας βουλευτές δε θέλεις να πιάσουμε! Με τέτοια κρίση που περνάει η οικονομία, που θα βρεις πάλι δουλειά;
-     Πατέρα, πάλι άρχισες τα ίδια και τα ίδια. Και δε λέω, μπορεί σε πολλά να έχεις δίκιο. Ξέσπασε ο Μάκης. Αλλά, μη με ρωτάς γιατί ανέχτηκα αδιαμαρτύρητα την απόλυσή μου. Απολύθηκα γιατί χρεοκοπήσαμε. Και χρεοκοπήσαμε πρωτίστως σα χώρα ηθικά και κοινωνικά, γιατί η δική σου γενιά, έδειξε και δείχνει ακόμη και σήμερα ανοχή στην παραβίαση των κανόνων της ηθικής, την καταρράκωση των αξιών και τον εξευτελισμό των θεσμών.
-     Και θα σου το κάνω αμέσως λιανά, για να τελειώνει αυτό το παραμύθι, συνέχισε ο νεαρός:  Πρώτος και καλύτερος φταις εσύ, που όντας δεξιός και πατριώτης, δεν αντέδρασες ποτέ, όταν αλήτες κουκουλοφόροι καίγανε την ελληνική σημαία και το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Φταίει η μαμά, που σαν συγγραφέας και μέλος της αριστερής διανόησης, επέτρεψε να αλωνίζει στον ιδεολογικό της χώρο, η υποκουλτούρα και το περιθώριο.  Φταίει ο  θείος Στέφανος, που καταξιωμένος σκηνοθέτης και ακαδημαϊκός, ανέχτηκε και ανέχεται σιωπώντας τα τελευταία τριάντα χρόνια, την ξετσιπωσιά, τη χυδαιότητα και την κακογουστιά, να χαρακτηρίζουν τον πολιτικό λόγο και την πολιτισμική μας έκφραση. Δε θα έλεγα πως είναι άμοιρη ευθύνης και η ξαδέρφη σου η Πιπίτσα, που έφτασε στα ύπατα αξιώματα του δικαστικού σώματος, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία μόνο για την εξομοίωση των μισθών των δικαστικών με αυτούς των βουλευτών, σφυρίζοντας ταυτόχρονα αδιάφορα στα όσα μύρια συνέβαιναν γύρω μας τόσα χρόνια. Ακόμα αν θες, φταίνε οι πιστοί της ενορίας μας, που κρατούν παθητική στάση απέναντι σε χαμερπείς και ατάλαντους ¨σατιρικούς¨ που προσβάλλουν τα ιερά και τα όσια της πίστης μας, σε αντίθεση με πιστούς άλλων δογμάτων που δεν ανέχονται και δεν επιτρέπουν παρόμοιες συμπεριφορές.
-         Η πολιτεία επίσης φταίει, που ανέχεται τους ξένους, να μας ¨νοικοκυρεύουν¨  και να μας ¨τακτοποιούν ¨την εθνική μας κυριαρχία. Και ο λαός βέβαια, καθόλου άμοιρος ευθυνών δεν είναι, όταν, όχι μόνο ανέχεται, αλλά και ανταμείβει με την ψήφο του τους πολιτικούς εκείνους, που διαχειρίζονται το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον με μειωμένες αντιστάσεις, προκειμένου να προστατέψουν το κόμμα και την καρέκλα τους .  
      -
    Μα εγώ γιέ μου, δεν μιλάω για θεωρίες, για ιδεολογίες και για γενικότητες. Αναφέρομαι στο δικό σου καλό. Αυτό είναι που μετράει. Και να έχεις υπόψη σου πως το κοινό συμφέρον, όχι σπάνια, βλάπτει το ατομικό!

      Ξαναμμένος ο Μάκης και αισθανόμενος να τον χωρίζει από τον πατέρα του επικοινωνιακό χάος, νίφτηκε, ντύθηκε πρόχειρα, τον χαιρέτησε μ ένα νεύμα και βγήκε στο δρόμο για να φτιάξει η διάθεσή του. Μόλις τον χτύπησε στο πρόσωπο το δροσερό αεράκι, ένα κύμα αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης
 γαντζώθηκε στο στήθος και στην καρδιά του. 
      Δε θα είχε κάνει περισσότερα από μερικά βήματα, όταν έπεσε πάνω σε έναν καλοντυμένο και καλοξυρισμένο άνδρα.
 
      -
     Γεια σου Μάκη! Τι κάνεις βρε παιδί μου; Πως είσαι; Χρόνια και ζαμάνια!   Ήταν ο παιδικός και επιστήθιος φίλος του, ο Νικόλας. 
      -
     Βρε Νικόλα! Τρόμαξα να σε γνωρίσω! Που βρίσκεσαι αδερφέ μου;
      -
     Μάκη μου, έχω τέσσερα χρόνια τώρα στη Γερμανία και δουλεύω σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Δόξα τω θεώ όλα πάνε μια χαρά. Εσύ; Πως τα πας στη δουλειά; Παντρεύτηκες με τη Ζωζώ;
      -
     Τίποτε Νικόλα. Εμένα με έδιωξαν από τη δουλειά και η Ζωζώ έφυγε σε κάτι συγγενείς της στη Νορβηγία. Δε θα έλεγα πως είμαι στις καλές μου, αλλά το παλεύω. 
      -
    Και τι κάθεσαι Μάκη μου; Έλα μαζί μου στη Γερμανία. Με τα προσόντα που έχεις θα βρεις σίγουρη και καλή δουλειά. Εδώ σ αυτή τη χώρα δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ τίποτα. Δεν υπάρχει προοπτική. Χάνεις το χρόνο και τη ζωή σου. Εγώ δεν τους άντεξα άλλο, έφυγα στο εξωτερικό και βρήκα νόημα στη ζωή μου. Εσύ πως τους ανέχεσαι ακόμα; 
      -
    Όχι βρε Νικόλα, δε θα φύγω! Θα καθίσω εδώ και θα αγωνιστώ! Βλέπω τους ανθρώπους γύρω να αλλάζουν, ειδικά όσους είναι κοντά στην ηλικία μας. Είχα μια κουβέντα πριν λίγο με τον πατέρα μου. Του τα είπα για πρώτη φορά έξω από τα δόντια, ξαλάφρωσα και αποφάσισα από σήμερα να αντιδράσω. Δεν ξέρω ακόμα πως, αλλά θα το βρω. Έχω κατά νου να αξιοποιήσω και κάποια περιουσιακά στοιχεία της μάνας μου για να αρχίσω μια δική μου καινοτόμο δουλειά. Δεν το βάζω κάτω. Ζούμε στην ομορφότερη και πιο πλούσια χώρα του κόσμου και δεν την αλλάζω με τίποτα. Εμείς, ο λαός, πρέπει να αλλάξουμε πρώτα Νικόλα. Τέρμα πια η ανοχή και η ανεκτικότητα! Τέρμα!
      Συγκινημένοι, αποχαιρετίστηκαν οι δυο φίλοι,
 χαράζοντας  πάνω στα όνειρά τους τη δική του ο καθένας διαδρομή. Δεμένοι όμως και οι δυο με την υπόσχεση, πως κάποια μέρα θα συναντηθούν σ αυτόν εδώ τον τόπο, για να κάνουν απολογισμό των επιλογών τους, κάτω από καλύτερες συνθήκες, όπως ακριβώς αξίζει στην Ελλάδα μας.   


Γιάννης Β. Δεβελέγκας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου