Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Οι Τζαμάλες και το Κοινωνικό Κατεστημένο!

Βρισκόμαστε στα Γιάννενα, Φεβρουάριο μήνα του 1964, ανήμερα αποκριές. 

Έχουν περάσει κιόλας δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που σχόλασε ο πόλεμος και η ειρήνη έχει αγκαλιάσει στοργικά τη μικρή μας πόλη και τις γειτονιές της. Ωστόσο, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι δύσκολα για τη φτωχολογιά που πασχίζει για το μεροκάματο. «Έχει όμως ο Θεός»! Αυτό είναι το σύνθημα που οπλίζει με άπειρο κουράγιο τον λαό και τον τροφοδοτεί με ελπίδες, με όνειρα, με αισιοδοξία και με ατέλειωτη διάθεση για ζωή. Χαρίζει στους άντρες τη δύναμη να δημιουργούν σφυρίζοντας τις μελωδίες της εποχής, και στις γυναίκες το ταλέντο να ξεπερνούν τις επιταγές της μόδας, μετατρέποντας τα παλιά τους ρούχα, με το βελόνι και τη δαχτυλήθρα, σε μοντέρνα συνολάκια για την βραδινή τους βόλτα στην πλατεία. 

         Ο λαός όμως, πέρα από την καθημερινότητα έχει να αντιμετωπίσει και τα κοινωνικά ζητήματα. Να αγωνιστεί απέναντι στο κατεστημένο, που κρατάει πεισματικά τα δίκια με το μέρος του. Να διεκδικήσει πρωτίστως το δικαίωμα στη μόρφωση, που αποτελεί και τον βατήρα για ένα καλύτερο αύριο. Να τη λοιπόν η ευκαιρία να διεκδικήσει! Να διεκδικήσει με ευπρέπεια και δηκτικότητα, μέσα από τ΄ αποκριάτικα τραγούδια που χορεύονται απ΄ τις παρέες γύρω από τεράστιες φωτιές, τις τζαμάλες, που ανάβονται τη νύχτα της αποκριάς σε κάθε συνοικία της πόλης μας.
Αυτό το βράδυ της αποκριάς βρήκε κι εμάς, παιδαρέλια του Δημοτικού σχολείου, να παρακολουθούμε το γλέντι και το χορό, πίσω από τις χάρτινες μάσκες  που καλύπτουν τα πρόσωπά μας και μας χαρίζουν μια μικρή ψευδαίσθηση ελευθερίας.
Και τότε, έτσι ξαφνικά, έσκασε μύτη από την μεγάλη είσοδο της Μητροπόλεως του Αγίου Αθανασίου, η πρώτη μεγάλη παρέα των καρναβαλιστών. Άρχισε να κατηφορίζει ορμητικά προς το μέρος μας, στην απόληξη της οδού Ζαλοκώστα έξω από το Κάστρο, στη Βρύση.

Είναι δέκα, δώδεκα νοματαίοι μασκαρεμένοι, αγνώριστοι, φωνακλάδες, χωρίς μέτρο στο κέφι. Διεμβολίζουν τον κόσμο που είναι μαζεμένος  γύρω απ τη τζαμάλα και κατευθύνονται προς το ξύλινο βαρέλι με το κρασί, και δώσ΄ του το πιοτί, δώσ΄ του κι ο χορός. 

 «Μπάρμπα Χαρίση έμπα στο χορό κι εμείς μαζί σου, γύρω - γύρω απ τη φωτιά. Πες μας ένα τραγούδι επαναστατικό, ένα τραγούδι της φτωχολογιάς και των αδικημένων». 

Ο Μπάρμπα Χαρίσης δε τους χαλάει το χατίρι. Μπροστά αυτός και πίσω το τσούρμο να επαναλαμβάνει.

<<Όταν ήμουνα μικρός, ήμουνα προσεκτικός

πήγαινα σχολειό τ΄ Κεφάλα, που ήταν τα γράμματα μεγάλα

το
 βιβλίο τ Γεροστάθ, όλου απ όξω το ΄χα μαθ΄, 

μα μια μέρα το σχολειό, το πέρασα για κρασοπλειό

πήρα ψωμί τυρί να φάω κι αρχινάω να τραγουδάω

όμως μ είδαν τα αρχοντόπλα, με κάρφωσαν τα κερατόπλα,

πήγαν το ΄παν τ΄ επιστάτ΄ γιατί μ΄είχανε γινάτ΄

Μου ΄δωσε ο επιστάτς μια μπάτσα, στο σχολειό δε ματα πάτσα.>>
  

         Το τραγούδησαν δυο φορές όλοι μαζί και το ευχαριστήθηκαν. Το ευχαριστηθήκαμε κι εμείς οι πιτσιρικάδες, όχι επειδή καταλαβαίναμε το νόημα των στίχων, αλλά γιατί όπως γυρνούσαμε ουραγοί στον κύκλο του χορού, κοιτούσαμε τις σπίθες της φωτιάς που ξεπήδαγαν για ν΄ ακουμπήσουν τον ουρανό κι αυτό μας αρκούσε. 

        Η παρέα έφυγε το ίδιο ορμητικά προς τη μεριά του Κάστρου για την επόμενη τζαμάλα και για γλέντι μέχρι τελικής πτώσεως. 

        Αργότερα, μας μάζεψε ο μπάρμπα Χαρίσης και μας υπενθύμισε να μη λείψει κανείς την άλλη μέρα  το πρωί, από το έθιμο της ¨χάψας¨ !

Και του χρόνου!!!

Γιάννης Β. Δεβελέγκας


Πηγή: www.proinoslogos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου