Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


     Η σελήνη άργησε ν΄ ανατείλει εκείνο το βράδυ κι ένα μυστηριώδες πυκνό σκοτάδι σέρνονταν σαν σμέρνα ανάμεσα απ΄ τα χαμόσπιτα.  Το απομονωμένο ψαροχώρι, που κειτόταν καταχωνιασμένο στα τεράστια βράχια που στοιχίζονταν πίσω από τον πέτρινο φάρο είχε ήδη πέσει για ύπνο, όταν φάνηκε ένας παράξενος οδοιπόρος να διασχίζει με γρήγορο βηματισμό το δρομάκι που οδηγούσε σ΄ ένα μικρό καρνάγιο με σαπιοκάικα. Φτάνοντας εκεί ο ταξιδιώτης, κοντοστάθηκε για λίγο και ψηλάφησε με το βλέμμα του κάτι σκελετωμένα κουφάρια από παλιά ναυάγια. Ένα αινιγματικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
      Ο παγωμένος αέρας του ωκεανού δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Ο ταξιδιώτης,  έσφιξε όσο γινόταν το κορδόνι της κουκούλας του άνορακ που έφερε τη στάμπα της Διεθνούς Τράπεζας Επενδύσεων και ύστερα ακολούθησε το μονοπάτι προς το ταβερνείο της ακτής. Έδειχνε να ξέρει καλά τα κατατόπια. Φτάνοντας, έριξε μια γρήγορη ματιά στην μισοξηλωμένη από τους αέρηδες ταμπέλα που έγραφε: Λαϊκή Ταβέρνα «Tο Καθαρτήριο».
       Μπαίνοντας, τον υποδέχθηκαν: το αρρωστημένο κίτρινο φως που έβγαζε μια λάμπα ασετυλίνης, η οσμή του ξεθυμασμένου ρακόμελου και τρεις μισομεθυσμένοι θαμώνες που είχαν πιασμένο το τραπέζι δίπλα στο παράθυρο.   
       -          Καλώς όρισες αφεντικό στα μέρη μας, τον χαιρέτησε η γυναίκα που εμφανίστηκε πίσω από τον πάγκο σερβιρίσματος. Έχω εξαιρετικό παλαιωμένο ρακόμελο, από ένα βαρέλι που ξέρασε η θάλασσα στην παραλία νωρίς σήμερα το απόγευμα.  
       -          Ας μένει αυτό για αύριο όταν τελειώσει η δουλειά, απάντησε ψυχρά ο ταξιδιώτης. Έρχεται κατά δω η «Ψωροκώσταινα», ένα καράβι σχεδόν ακυβέρνητο που έχασε τον προσανατολισμό του για πάνω από τριάντα χρόνια και πάει γραμμή πάνω στα βράχια. Το πλήρωμά του είναι διχασμένο κι αταξίδευτο! Δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία!
        Ύστερα γύρισε προς τους θαμώνες που είχαν στρέψει πάνω του την προσοχή τους και συνέχισε:
       -           Ξέρω ποιοι είστε εσείς! Έχω για σας τις καλύτερες συστάσεις! Ο ένας από σας είναι τραπεζίτης, ο δεύτερος μεγαλοεκδότης και ο τρίτος πολιτικός. Θα χρειαστώ και των τριών σας τη βοήθειά, με το αζημίωτο φυσικά, για να λιανίσουμε αυτό το ακυβέρνητο καράβι όταν θα τσακιστεί πάνω στα βράχια. Εύκολα θα του πάρουμε τα ασημικά που κουβαλάει. Όσα του έχουν απομείνει δηλαδή, γιατί τ΄ αμπάρια του είναι γεμάτα με μεγάλα τρωκτικά που καταβροχθίζουν τα πάντα. Αν συμφωνείτε, μπορείτε από τώρα να με φωνάζετε αφεντικό!
       -          Το καράβι αυτό, που λες αφεντικό, το είδαμε κι εμείς πολλές φορές να έρχεται κατά τα βράχια αλλά τη γλύτωνε ως τώρα. Ο κόσμος εδώ γύρω πιστεύει πως είναι στοιχειωμένο, αποκρίθηκε ο τραπεζίτης με τη γαμψή γερακίσια μύτη κι έπειτα έσβησε απάνω στο λαρύγγι του, όση ρακή του είχε απομείνει στο ποτήρι.
       -          Μη στεναχωριέσαι αφεντικό, γι αυτό είμαστε εμείς εδώ, πήρε το λόγο ο δεύτερος θαμώνας. Θα στρέψουμε αλλού την προσοχή του κόσμου και θα κάνουμε τη δουλειά μας όπως πρέπει.
       -          Κι εγώ μαζί σου αφεντικό, δήλωσε κι ο τρίτος ανυπόμονα. Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα, στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
                   -          Σύμφωνοι λοιπόν! Η αυριανή μέρα προβλέπεται ενδιαφέρουσα! Έχει κανονιστεί το «γεγονός»!  Μια ξαφνική θεομηνία, που θα σπείρει στα σίγουρα τον πανικό στο διεφθαρμένο πλήρωμα του καραβιού! Όσο για εσάς, να είστε βέβαιοι πως η Τράπεζά μου, που διαχειρίζεται μεγάλα επενδυτικά χαρτοφυλάκια και διεθνή ασφάλιστρα κινδύνου, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω.
       Ο καπετάνιος και το πλήρωμα εν τω μεταξύ πάνω στην «Ψωροκώσταινα», έδειχναν να μην έχουν αντιληφθεί τους κινδύνους και τις παγίδες που έκρυβαν τα αφιλόξενα νερά του ωκεανού. Ούτε νοιαζόντουσαν για τα ποντίκια που τρώγανε τα ασημικά από τ΄ αμπάρια. Μόνο τις ανταρσίες και τις ίντριγκες φοβόντουσαν, για να μη χάσουνε την εξουσία.  Από την άλλη, οι επιβάτες ήταν τρομοκρατημένοι γιατί είχαν χάσει όλα τους τα υπάρχοντα, τα τρόφιμα είχαν λιγοστέψει και τα σωσίβια φτάνανε μόνο για λίγους.   
      Το επόμενο πρωί δεν άργησε να ξεσπάσει η θεομηνία. Ο παράξενος ταξιδιώτης είχε καταφύγει στον φάρο, απ΄ όπου μπορούσε να παρακολουθεί με ασφάλεια τα πάντα. Λογάριαζε πως όλα θα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα της ανταμοιβής!
       Η «Ψωροκώσταινα» όλο και περισσότερο πλησίαζε προς τα απόκρημνα τα βράχια! «Δεν έχει μείνει πλέον χρόνος για να στρίψει»! σκέφτηκε ο ταξιδιώτης και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία.
      Και τότε, αισθάνθηκε ακριβώς πίσω του την παρουσία ενός ανθρώπου. Ήταν ο φαροφύλακας. Ένας καλοβαλμένος γέροντας με κάτασπρη γενειάδα και ναυτικό καπέλο στο κεφάλι!
       -       Μη χαίρεσαι και τόσο ταξιδιώτη, του μίλησε ήρεμα ο άνθρωπος του φάρου. Το καράβι αυτό είναι στοιχειωμένο! Έχει πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια που ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου, χωρίς σταματημό. Το συνοδεύει πάντα μια γοργόνα! Κι άλλες φορές έτυχε κι έφτασε ακυβέρνητο ως εδώ, αλλά την τελευταία στιγμή στοιχειώνει και συνεχίζει την πορεία του ανέπαφο.
       -       Μα τι λες γέροντα; Δεν βλέπεις πως έφτασε το τέλος του; Έχουν αρχίσει ήδη να πηδάνε τα ποντίκια μες στη θάλασσα!
       -        Για κοίταξε καλύτερα αφέντη! «Δεν είναι τα ποντίκια αυτά που πέφτουνε στη θάλασσα, αλλά …ο κυβερνήτης και η παρέα του», είπε με σαρκασμό ο φαροφύλακας κι ύστερα χάθηκε!

Γιάννης Β. Δεβελέγκας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου